Όταν στο πλαίσιο της φετινής εκδήλωσης που ακολούθησε τη γενική συνέλευση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, ο τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Χαρίτσης είχε εκφράσει τον προβληματισμό του για μια πιθανή συγκέντρωση της εγχώριας ασφαλιστικής αγοράς, παράγοντες του κλάδου είχαν επισημάνει πως αυτό αποτελεί μια διεθνή τάση, από την οποία πολύ δύσκολα θα μπορούσε η Ελλάδα να αποτελέσει εξαίρεση.
Η ουσία είναι ότι στα τέλη του 2020 ανακοινώθηκε η συμφωνία πώλησης των ελληνικών δραστηριοτήτων της ΑΧΑ στην Generali Hellas (η πράξη ολοκληρώθηκε και τυπικά) ενώ πρόσφατο δημοσίευμα του Bloomberg φέρει τη MetLife να συζητά την πώληση των ελληνικών δραστηριοτήτων της στο group της NN. Ο συνδυασμός αυτών των δύο (εφόσον ολοκληρωθεί το δεύτερο deal) οδηγεί σε πολύ σημαντικές ανακατατάξεις στην εγχώρια αγορά, καθώς οι αγοραστές διευρύνουν δραστικά τα μερίδιά τους και την επιρροή στα δίκτυα διαμεσολάβησης.
Αν σε όλα αυτά προσθέσει κάποιος τη δρομολογούμενη πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής στο fund CVC, τις φήμες για ένταξη μεσαίας ελληνικής εταιρείας γενικών καλύψεων σε διεθνές γκρουπ, αλλά και τη δεδηλωμένη προθυμία της Ευρωπαϊκής Πίστης να προχωρήσει σε «προσεκτικές» εξαγορές και απορροφήσεις άλλων εταιρειών ή/και δικτύων, τότε αντιλαμβάνεται ότι οι επερχόμενες αλλαγές στον κλάδο αναμένονται μεγάλες και ταχύτατες.
Αρκετές άλλες ασφαλιστικές εταιρείες έχουν δηλώσει πρόθυμες να αναπτυχθούν και μέσω εξαγορών στην εγχώρια αγορά, με ενδεικτική περίπτωση τη Eurolife FFG, καθώς ο βασικότερος μέτοχός της (Fairfax) είναι ενθουσιασμένος από τη μέχρι τώρα απόδοση της επένδυσής του και επιπλέον διαθέτει ισχυρότατη κεφαλαιακή βάση, τμήμα της οποίας θα μπορούσε να διαθέσει στην ελληνική αγορά.
Σύμφωνα με τα στελέχη του κλάδου, τρεις είναι οι βασικότεροι λόγοι που οδηγούν σε συγκέντρωση της ασφαλιστικής αγοράς ανά τον κόσμο σε λιγότερους «παίκτες».
- Ο πρώτος αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας στους πολυεθνικούς ασφαλιστικούς ομίλους, ορισμένοι εκ των οποίων αποφάσισαν να διαφοροποιήσουν ως ένα βαθμό τη γεωγραφική στρατηγική τους, είτε επεκτεινόμενοι είτε ρευστοποιώντας επιλεκτικές θέσεις τους ανά τον κόσμο.
- Ένας δεύτερος λόγος αφορά τη στάση που αναμένεται να τηρήσει ο Ευρωπαίος επόπτης (EIOPA) σε ό,τι αφορά την αναθεώρηση του συστήματος Solvency II. Έτσι, ενώ οι ασφαλιστικές εταιρείες της Γηραιάς Ηπείρου προσέβλεπαν σε ένα περισσότερο ελαστικό εποπτικό πλαίσιο, τελικά όλα δείχνουν πως η υπόθεση κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ειδικότερα, η EIOPA θεωρεί ως προτεραιότητα την ακόμη μεγαλύτερη φερεγγυότητα των ασφαλιστικών εταιρειών, έτσι ώστε να μπορούν να αντέξουν και σε ιδιαίτερα δυσμενή σενάρια, όσο και αν αυτό μεταφράζεται σε ακριβότερα προϊόντα για τους πελάτες, σε μικρότερη αποδοτικότητα για τους μετόχους και σε περιορισμένη ευελιξία δράσεων από την πλευρά των εταιρειών. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το εποπτικό πλαίσιο γίνεται ολοένα και πιο απαιτητικό σε κεφάλαια, διαδικασίες και λειτουργικό κόστος, με αποτέλεσμα πολλές εταιρείες (ιδίως οι μικρότερες σε μέγεθος) να εκτιμάται ότι θα βρεθούν σε δύσκολη θέση.
- Τέλος, οι ασφαλιστικές εταιρείες καλούνται μέσα σε λίγα χρόνια να υλοποιήσουν πολύ σημαντικές επενδύσεις (κάτι που απαιτεί κεφάλαια, στελέχη και τεχνογνωσία), προκειμένου να προχωρήσουν στον ψηφιακό τους μετασχηματισμό, με αποτέλεσμα να βρεθούν ενδεχομένως κάποιες από αυτές που θα επιλέξουν να μην προχωρήσουν σε μια τέτοια διαδικασία, αλλά να ενταχθούν σε ένα μεγαλύτερο σχήμα.