Κινήσεις σε δύο μέτωπα σχεδιάζουν οι ασφαλιστικές εταιρείες, προσπαθώντας στη μετά Covid-19 εποχή να διευρύνουν την περιορισμένη τρέχουσα διείσδυση του κλάδου στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Οι παράγοντες της αγοράς έχουν κουραστεί να επαναλαμβάνουν μονότονα εδώ και δεκαετίες το πόσο πίσω βρισκόμαστε σε σύγκριση με την Ευρώπη (η παραγωγή στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 2,5% του ΑΕΠ, όταν η μέση αντίστοιχη επίδοση στη Γηραιά Ήπειρο στο 7,5%) και το πόσο -θεωρητικά τουλάχιστον- θα μπορούσε να αναπτυχθεί περαιτέρω ο κλάδος στην Ελλάδα.
Παρ' όλα αυτά, η διαφορά διατηρείται στα ίδια επίπεδα και τώρα οι ελληνικές εταιρείες προτίθενται να κινηθούν προς δύο βασικές κατευθύνσεις.
Η πρώτη αφορά τη συνέχιση μιας εκστρατείας ενημέρωσης που αποσκοπεί, αφενός, στο να επικοινωνήσει την αξιοπιστία που διαθέτει πλέον ο κλάδος (έλεγχος από Τράπεζα της Ελλάδος με αυστηρά εποπτικά κριτήρια) και αφετέρου, στο πόσο επικίνδυνο είναι να παραμένουν τα νοικοκυριά -και ιδίως τα φτωχότερα- ακάλυπτα.
Η δεύτερη κατεύθυνση αφορά μια σειρά συνεργασιών που θα μπορούσαν να γίνουν με την Πολιτεία σε καυτά ζητήματα, όπως η υγεία, οι καλύψεις φυσικών καταστροφών και οι συντάξεις.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δηλώνει στο Euro2day.gr γνωστός παράγοντας της αγοράς, σε ό,τι αφορά την πρώτη κατεύθυνση: «Διαπιστώνουμε ότι μέρα με την ημέρα, τα ελληνικά νοικοκυριά αντιλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο τη σημασία της ασφάλισης, ωστόσο εμπόδιο αποτελεί το γεγονός ότι το διαθέσιμο εισόδημά τους έχει συρρικνωθεί δραστικά κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια από την κρίση και την πανδημία.
Αναμφίβολα έτσι είναι, ωστόσο νομίζω πως εμείς -ως οι επαγγελματίες του κλάδου- θα πρέπει να πείσουμε πολλούς από τους συμπολίτες μας να αλλάξουν την ιεράρχηση των προτιμήσεων και των αναγκών τους. Για παράδειγμα, διαβάζοντας τα στατιστικά στοιχεία διαπιστώνει κάποιος πόσο ψηλά βρισκόμαστε σε σχέση με το εξωτερικό στη -νόμιμη και παράνομη- αγορά του στοιχηματισμού και του τζόγου, ενώ το ποσοστό της ασφαλιστικής παραγωγής στην Ελλάδα επί του ΑΕΠ βρίσκεται μόλις στο ένα τρίτο αυτού της Ευρώπης.
Θα πρέπει επίσης να πείσουμε τον Έλληνα να βάλει τη δαπάνη για ασφαλιστική κάλυψη πάνω από την ταβέρνα, υπενθυμίζοντάς του πως την ασφαλιστική προστασία την έχουν ανάγκη πολύ περισσότερο τα φτωχά και τα μεσαία νοικοκυριά παρά τα πλουσιότερα. Το οξύμωρο είναι σήμερα πως την ώρα που βρισκόμαστε ως χώρα πολύ χαμηλά στις ασφαλιστικές καλύψεις υγείας, πληρώνουμε από την τσέπη μας για σχετικές δαπάνες αναλογικά περισσότερα χρήματα από κάθε άλλο Ευρωπαίο».
Δεν είναι τυχαία άλλωστε η πρόσφατη εκπαιδευτική καμπάνια της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος με τίτλο «Έτσι νομίζεις ή έτσι γνωρίζεις;», όπως επίσης και οι συχνές αναφορές στα σημαντικά ύψη των αποζημιώσεων που δόθηκαν σε πληγέντες από πρόσφατες φυσικές καταστροφές (π.χ. 21 εκατ. ευρώ στην Κρήτη, 3,5 εκατ. ευρώ στη Σάμο), παρά το γεγονός ότι η πλειονότητα των Ελλήνων παραμένει ανασφάλιστη.
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη κατεύθυνση, η σημερινή κυβέρνηση δηλώνει πρόθυμη για έναν τέτοιο διάλογο με τις ασφαλιστικές εταιρείες, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα να έχει φανεί κάποια ουσιαστική πρόοδος σε κάποιο από τα θέματα της ατζέντας, με τα βασικότερα ζητήματα που θέτει ο ασφαλιστικός κλάδος να είναι:
- Συμπράξεις της ιδιωτικής ασφάλισης με το κράτος στην υγεία και στο μέτωπο των φυσικών καταστροφών.
- Επαναφορά των φορολογικών απαλλαγών στα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα και μείωση των άμεσων και έμμεσων φορολογικών επιβαρύνσεων στα ασφαλιστικά συμβόλαια υγείας.
- Συζήτηση για τη δυνατότητα χρηματοδότησης μακροπρόθεσμων αναπτυξιακών επενδύσεων από τα αποθεματικά των ασφαλιστικών εταιρειών.
Στους παράγοντες που πάγωσαν την πρόοδο των εξελίξεων συμπεριλαμβάνεται και η εκδήλωση της πανδημίας, η οποία εκτροχίασε τα δημοσιονομικά μεγέθη για τη διετία 2020-2021 και περιόρισε δραστικά τα κυβερνητικά περιθώρια για φορολογικές περικοπές.