Με όγκο παραγωγής άνω των 70.000 τόνων και παρουσία σε πάνω από 35 αγορές, η Avramar -η νέα εταιρεία που σχηματίστηκε από την ένωση του ομίλου Andromeda και των εταιρειών Νηρέας, Σελόντα και Περσεύς- γίνεται η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγός λαβρακιού και τσιπούρας στον κόσμο και η μεγαλύτερη παραγωγός μεσογειακών ψαριών.
Για το 2021 δρομολογεί επενδύσεις 20-25 εκατ. ευρώ, για να επεκτείνει φάρμες, αλυσίδα εφοδιασμού και είδη ψαριών και για να προσθέσει νέα προϊόντα προστιθέμενης αξίας στο χαρτοφυλάκιό της ενώ στοχεύει σε αύξηση του κύκλου εργασιών της πάνω από τα 400 εκατ. ευρώ, επίπεδα που προσεγγίζει σήμερα.
Το σχέδιο ενοποίησης, λόγω της πανδημίας, έχει πάει πίσω σε ποσοστό 5-7%, σύμφωνα με τη διοίκηση, που εξηγεί ότι μέχρι τον Απρίλιο οι πωλήσεις θα γίνονται μέσω των τριών εταιρειών αλλά σταδιακά θα έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες σε τεχνικό επίπεδο, ώστε οι συναλλαγές να διενεργούνται υπό το νέο brand.
Οι εταιρείες που περνούν κάτω από το κοινό εμπορικό σήμα Avramar εκτρέφουν εδώ και αρκετές δεκαετίες ελληνικά ψάρια στο Αιγαίο και το Ιόνιο Πέλαγος αλλά και ισπανικά ψάρια κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου και των Καναρίων Νήσων. Η σύσταση μιας κοινής εταιρείας, με ένα κοινό εμπορικό σήμα, φέρνει ένα νέο ξεκίνημα για την ελληνική και ισπανική ιχθυοκαλλιέργεια, όπως ανακοίνωσε σε χθεσινή διαδικτυακή παρουσίαση το επιτελείο της Avramar, η οποία πήρε το όνομά της από το ελληνικό AYΡΑ (απαλός αέρας) και από το ισπανικό MAR (θάλασσα).
Η εταιρεία θα συνεχίσει να εκτρέφει λαβράκι και τσιπούρα, αλλά ταυτόχρονα θα επεκτείνει την εκτροφή σε δύο λιγότερο γνωστά είδη, τον κρανιό και το φαγκρί. Στο πλαίσιο αυτό σχεδιάζει να εφαρμόσει νέες τεχνολογίες και μεθόδους για την επίτευξη αποδοτικών και ανταγωνιστικών κοστολογίων. Ταυτόχρονα σχεδιάζει να επενδύσει πόρους ώστε να επεκτείνει υφιστάμενες φάρμες και να αναπτύξει νέα προϊόντα προστιθέμενης αξίας.
Το αποτύπωμα της πανδημίας
Σύμφωνα με τον Alex Myers, Διευθύνοντα Σύμβουλο της Avramar, ο αντίκτυπος της πανδημίας στην εταιρεία συνοψίζεται σε όγκο πωλήσεων 5% κάτω από τον προϋπολογισμό και κύκλο εργασιών με πτώση 3%. Αναφέρει σχετικά: «Η πανδημία μής έπληξε σημαντικά στο ξεκίνημά της, ιδίως με το κλείσιμο του καναλιού HORECA και όλες τις αβεβαιότητες που έφερε σε όλους μας η συνολική κατάσταση και τα lockdown. Αλλά στη διάρκεια του έτους μπορέσαμε να αντιστρέψουμε τη σημαντική μείωση των πωλήσεων με εξαγωγές σε νέες αγορές και να ανανεώσουμε τη συνεργασία μας με κορυφαίους εμπόρους λιανικής πώλησης στις κύριες αγορές μας».
Μιλώντας για την περίοδο του lockdown και το κλείσιμο της εστίασης σημειώνει ότι από την τρίτη εβδομάδα του Μαρτίου σημειώθηκε μια απότομη αρνητική εξέλιξη στις πωλήσεις. Τα σούπερ μάρκετ παρέμειναν ωστόσο ανοιχτά και οι πωλήσεις της εταιρείας στο λιανικό εμπόριο αυξήθηκαν, ειδικά στην Ισπανία, όπου σημειώθηκε πιο ισχυρή ανάπτυξη. Ωστόσο, αυτή η αύξηση του λιανικού εμπορίου δεν ήταν αρκετή για να αντισταθμίσει τη μείωση της χονδρικής, ειδικά στα κανάλια HORECA.
Συνολικά, η πτώση τις τελευταίες εβδομάδες του Ιουνίου ήταν μεταξύ 30-35% ενώ τον Ιούλιο σημειώθηκε ανάκαμψη των πωλήσεων στα επίπεδα του 2019 (με αυξήσεις στο λιανικό εμπόριο και μειώσεις στην Horeca λόγω του χαμηλότερου τουρισμού) αλλά σε χαμηλότερες τιμές, λόγω της υπερπροσφοράς μετά το lockdown.
Το αποτύπωμα του δεύτερου lockdown (κατά το κλείσιμο Νοεμβρίου - Δεκεμβρίου) ήταν παρόμοιο με το πρώτο, αλλά με χαμηλότερα ποσοστά πτώσης.
Εν κατακλείδι, ο κ. Myers σημειώνει ότι η τρέχουσα κατάσταση είναι πολύ δύσκολη για τον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας, ειδικά στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο, αλλά κατά την άποψή του πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι η μακροπρόθεσμη θετική τάση στην κατανάλωση ψαριών ως μέρος μιας υγιεινής διατροφής είναι θετική και συνεπής. «Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για ανάπτυξη του κλάδου και βλέπουμε πολλές μελλοντικές δυνατότητες για την εταιρεία μας και την αποστολή της να φέρει τη Μεσόγειο στο τραπέζι μας», προσθέτει.
Η δυναμικότητα
Σημειώνεται, τέλος, ότι η Avramar απασχολεί 2.300 εργαζόμενους, διαθέτει εγκαταστάσεις με δυναμικότητα παραγωγής γόνου 245 εκατ. ανά έτος, ιχθυοτροφών 170.000 τόνων ανά έτος και βιομάζας πάνω από 70.000 ανά έτος. Παράγει η ίδια τις τροφές για τα ψάρια της, διαθέτει τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης, καθώς και συσκευαστήρια πλησίον των μονάδων ενώ έχει δυνατότητα διανομής προϊόντων στους πελάτες της με φορτηγά ψυγεία. Ειδικότερα, διαθέτει 10 ιχθυογενετικούς σταθμούς στην Ελλάδα και 2 στην Ισπανία, 3 μονάδες παραγωγής ιχθυοτροφών στην Ελλάδα, 63 μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα και 9 στην Ισπανία, 10 συσκευαστήρια στην Ελλάδα και ένα στην Ισπανία, 3 μεταποιητικές μονάδες και μία στην Ισπανία.