Μια νέα περίοδο ακμής υπόσχονται για τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά οι μέχρι τώρα εμφανιζόμενοι διεκδικητές του ενεργητικού της υπό ειδικής εκκαθάρισης «Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ-ΕΝΑΕ» όπως είναι το επίσημο όνομα της εταιρείας που ελέγχει τις μεγαλύτερες και παλαιότερες ναυπηγικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα και σε όλη την ανατολική Μεσόγειο.
Από το τέλος της δεκαετίας του 1970 που έληξε για διάφορους λόγους, η μεγάλη περίοδο ακμής της ναυπηγικής βιομηχανίας όχι μόνο στην Ελλάδα και στη Ευρώπη μέχρι σήμερα η ιστορία των ναυπηγείων Σκαραμαγκά είναι μία ιστορία διαχείρισης ενός περίπλοκου κουβαριού που εμπλέκονται τόσο ιδιώτες επενδυτές και συνδικαλιστές, οι ένοπλες δυνάμεις και πολιτικοί από όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν την Ελλάδα τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά γνώρισαν όλων των μορφών τις ιδιοκτησίες. Ως εγκαταστάσεις βρίσκονται σ τη συγκεκριμένη θέση από το 1937. Όμως η περίοδος της ακμής τους ξεκινάει από τον Σεπτέμβριο του 1956 όταν το ελληνικό δημόσιο συμφωνεί με τον Σταύρο Νιάρχο για την δημιουργία των Ελληνικών Ναυπηγείων.
Σε αυτήν την φάση, τα ναυπηγεία γνωρίζουν μεγάλη ανάπτυξη, καθώς και η ναυτιλία πηγαίνει πολύ καλά και η Ευρώπη ήταν η έδρα της διεθνούς ναυπηγικής βιομηχανίας. Αυτή η περίοδος ακμής διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970. Με την κρίση που πλήττει τη παγκόσμια ναυτιλία στις αρχές της δεκαετίας του 1980 καταρρέει και η ναυπηγική βιομηχανία στην Ευρώπη, τη Μεσόγειο και την Ελλάδα. Και αρχίζει η ανάπτυξη σταδιακά της ναυπηγικής δραστηριότητας στην Άπω Ανατολή.
Το 1985, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά εθνικοποιούνται και για να επιβιώσουν στρέφονται στις ναυπηγήσεις πολεμικών σκαφών, συνεργαζόμενα με τα γερμανικά Blohm+Voss για την παραγωγή εν Ελλάδι των νέων φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού. Η συνεργασία συνεχίστηκε με την κατασκευή των νέων υποβρυχίων τύπου 214 και την αναβάθμιση των παλαιότερων 209 (πρόγραμμα Neptune) και έκτοτε τα ναυπηγεία «δένονται» όλο και ποιο στενά με τα προγράμματα του Πολεμικού Ναυτικού, τα οποία είναι μια συνεχή «προίκα» για τον Σκαραμαγκά.
Τον Σεπτέμβριο του 1995 επιλέγεται η «λύση» του 51% - 49% (μετοχές ΕΤΒΑ - εργαζόμενοι αντίστοιχα) η οποία αποτέλεσε ένα νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Στο μεταξύ τα χρέη του Σκαραμαγκά προς το Δημόσιο έχουν φτάσει τα 44 δισ. δραχμές, ενώ η Κομισιόν πιέζει ζητώντας η μονάδα να λειτουργεί αποκλειστικά ως πολεμικό ναυπηγείο του Δημοσίου ή να ιδιωτικοποιηθεί. Οι εργαζόμενοι δημιουργούν συνεταιρισμό και αγοράζουν το 49% των μετοχών της εταιρείας έναντι 8 δισεκατομμυρίων δραχμών, με ισόποση αναλογία μετοχών ανά εργαζόμενο και μακροπρόθεσμη εξόφληση. Οι Βρυξέλλες αποδέχονται το καινοφανές αυτό σχέδιο διάσωσης, επιβάλλοντας ωστόσο ιδιωτικό μάνατζμεντ. Η ΕΤΒΑ προχωρεί σε διεθνή διαγωνισμό και τελικά το μάνατζμεντ ανατίθεται στην αμερικανική Brown & Root με αμοιβή 550 εκατ. δρχ. συν 5% επί των κερδών του ναυπηγείου. Η Brown & Root εγκαταλείπει το ναυπηγείο το 1998.
Το 2001 το Ναυπηγείο περνά από την κοινοπραξία ΕΤΒΑ Εργαζομένων στην γερμανική HDW η οποία στη συνέχεια για να διασωθεί εξαγοράζεται από την επίσης γερμανική Thyssen (2 Ιανουαρίου 2005) στην οποία περνούν και τα ναυπηγεία. Η δύσκολη κατάσταση στην ευρωπαϊκή ναυπηγική υποχρεώνει την ThyssenKrupp να αποχωρήσει από τα Ναυπηγεία. Στα τέλη του 2009, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να πουλήσει τα ναυπηγεία, εξαιτίας της μειωμένης κερδοφορίας τους. Τα ναυπηγεία τελικά καταλήγουν στην Abu Dhabi Mar από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η συμφωνία για τη μεταβίβαση των Ναυπηγείων στην Abu Dhabi Mar υπογράφτηκε στις 18 Mαρτίου 2010 και ολοκληρώνεται το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους με την αναγνώριση της οφειλής περί τα 1,3 δισ. ευρώ του ελληνικού Δημοσίου προς τα ναυπηγεία, ποσό που αντιστοιχεί στις υποχρεώσεις του για την εκτέλεση των συμβάσεων για την κατασκευή και συντήρηση υποβρυχίων.
Παράλληλα σε εξέλιξη ήταν έλεγχος από την ΕΕ για τις «παράνομες» κρατικές ενισχύσεις. Η όλη υπόθεση απασχολούσε τις κοινοτικές υπηρεσίες από το 2008, όταν η Κομισιόν εξέδωσε απόφαση με την οποία ζήτησε από την Ελλάδα να ανακτήσει πάνω από 230 εκατ. ευρώ παράνομες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην ΕΝΑΕ μεταξύ 1996 και 2002 υπό μορφή δανείων, εγγυήσεων και εισφορών κεφαλαίου χωρίς προηγουμένως να εγκριθούν από τις Βρυξέλλες. Η εκτέλεση της παραπάνω απόφαση έπρεπε να γίνει μέσα σε τέσσερις μήνες, δηλαδή μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2008, κάτι που δεν έγινε.
Στις 28 Ιουνίου 2012, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο οποίο είχε προσφύγει η Κομισιόν διαπίστωσε ότι η Ελλάδα παρέσχε μεν καθ’ όλη τη διάρκεια της αλληλογραφίας που διατήρησε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής σημαντικό αριθμό πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα, ωστόσο οι πληροφορίες αυτές δεν ανακοινώθηκαν εντός της προθεσμίας που έτασσε η απόφαση.
Το 2015, οι ελληνικές αρχές απέστειλαν στην ENΑΕ ένταλμα εισπράξεως ύψους 523 εκατ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο 80% περίπου του προς ανάκτηση ποσού. Επίσης στις 3 Φεβρουαρίου 2017 οι ελληνικές φορολογικές αρχές κίνησαν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ που συνδέονταν με τις εμπορικές της δραστηριότητες, στο πλαίσιο της οποίας κατέσχεσαν δύο πλωτές δεξαμενές στις 21 Μαρτίου 2017. Επιπλέον, στις 6 Φεβρουαρίου 2017, οι ελληνικές αρχές προέβησαν σε κατασχέσεις εις χείρας τριών τραπεζών στις οποίες διατηρούσε λογαριασμούς η ΕΝΑΕ. Εντούτοις, ελλείψει καταθέσεων, δεν ανακτήθηκε κανένα ποσό.
Τελικά η κυβέρνηση Σύριζα το 2018 επέλεξε για τα ναυπηγεία τη λύση της ειδικής εκκαθάρισης η οποία και ανέλαβε την πώληση του ενεργητικού των ναυπηγείων.
Οι διεκδικητές
Μέχρι τώρα επισήμως έχουν εκφράσει το ενδιαφέρον τους για τα ναυπηγεία δυο επενδυτές ο όμιλος ONEX του Πάνου Ξενοκώστα που ελέγχει τα ναυπηγεία Σύρου και εμπλέκεται ήδη στα ναυπηγεία Ελευσίνας και ο πολυσχιδής επιχειρηματικός όμιλος North Star του Έλληνα εφοπλιστή Θεόφιλου Πριόβολου.
Ο όμιλος ONEX υποστηρίζει ότι κατέχοντας τα τρία ναυπηγεία (Νεώριο, Ελευσίνα και Σκαραμαγκά) δημιουργεί ένα ισχυρό hub ναυπηγοεπισκευαστικής δραστηριότητας, το οποίο όμως θα ασχοληθεί και με τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων. Μαζί του ο όμιλος ONEX υποστηρίζει ότι έχει τα κεφάλαια της αμερικανικής αναπτυξιακής τράπεζας DFC, καθώς οι αμερικανοί ενδιαφέρονται και για γεωπολιτικούς λόγους για τον ναυπηγικό τομέα στην Ελλάδα καθώς επιδιώκουν να βάλουν ένα φρένο στην κινεζική επέκταση μέσω Cosco αλλά και να διασφαλίσουν την τεχνική στήριξη των πολεμικών τους πλοίων στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και των ενεργειακών τους σχεδίων.
Ο όμιλος ΟΝΕΧ επιζητεί και την υποστήριξη της επιχειρηματικής κοινότητας του Πειραιά και για τον λόγο αυτό ο κ. Ξενοκώστας, έχει παραβρεθεί δυο φορές σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΒΕΠ, το οποίο αποφάσισε να αποκτήσει συμβολικό ποσοστό μετοχών στο επιχειρηματικό σχήμα της ομίλου που θα αποκτήσει τα Ναυπηγεία Ελευσίνας και Σκαραμαγκά.
Τα πρακτικά του Δ.Σ. του ΕΒΕΠ για τη συγκεκριμένη απόφαση, αναφέρουν: «Το Διοικητικό Συμβούλιο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, στη συνεδρίαση της 12ης Οκτωβρίου 2020, εκπροσωπώντας το σύνολο των 17.000 επιχειρήσεων στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά και της Δυτικής Αττικής, με σύνολο 70.000 εργαζομένων, αποφάσισε την επενδυτική συμμετοχή του στον Ενιαίο Ναυπηγικό Κόμβο, εθνικής σημασίας, υπό την ιδιοκτησία του Ομίλου ΟΝΕΧ Shipyards, σε συνέχεια του επιτυχημένου μοντέλου των Ναυπηγείων Σύρου. Ο Όμιλος, με τη σύζευξη των τριών Ναυπηγείων, της Σύρου, της Ελευσίνας και του Σκαραμαγκά, δημιουργεί έναν εθνικό πρωταθλητή που χρειάζεται η χώρα να σταθεί με επιτυχία στον διεθνή ανταγωνισμό. Ειδικότερα, ο φορέας θα επικεντρωθεί στην ανάπτυξη ευρείας κλίμακος ναυπηγοεπισκευαστικών δραστηριοτήτων, υποστήριξης ενεργειακών υποδομών για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και κατασκευής κάθε τύπου πλοίου, τόσο του ελληνικού και αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, όσο και συμμαχικών στόλων.
Το Δ.Σ. του ΕΒΕΠ θεωρεί ότι είναι ιδιαίτερης επενδυτικής σημασίας η στρατηγική εμβάθυνση της βιομηχανικής συνεργασίας σε κρίσιμους τομείς, μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας, η οποία θα οδηγήσει στον επαναπατρισμό του ελληνόκτητου στόλου και την επιστροφή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στη χώρα, με τη δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας».
Από την άλλη πλευρά ο όμιλος North Star θα κατέβει στον διαγωνισμό μόνος του, και όπως υποστηρίζει πρόκειται για μία επένδυση αμιγώς ελληνικών κεφαλαίων. Ο όμιλος της North Star αποφάσισε, όπως επισημαίνει, να εκδηλώσει ενδιαφέρον συμμετοχής στον ανεξάρτητο πλειοδοτικό διαγωνισμό του ειδικού διαχειριστή της ΕΝΑΕ (Ναυπηγεία Σκαραμαγκά), δια της εταιρείας του Pyletech Shipyards (μέλους της Pyletech Technologies). Όπως προσθέτει, πήρε αυτή την πρωτοβουλία λαμβάνοντας υπόψη τη μελέτη της IHS Markit, για τους κλάδους προς τους οποίους θα πρέπει να στοχεύουν οι επενδύσεις στην Ελλάδα (ναυπήγηση σκαφών υψηλής τεχνολογίας, εξαρτήματα αεροναυπηγικής και διαστήματος, ρομποτική κ.λπ.) και έχοντας πολυετή εμπειρία ναυπήγησης δεκάδων πλοίων.
Η Pyletech Shipyards εταιρεία αμιγώς ελληνικής ιδιοκτησίας και συμφερόντων, όπως και η Pyletech Technologies, εμφανίζεται να έχει εκπονήσει ένα λεπτομερές επιχειρηματικό και επενδυτικό σχέδιο, το οποίο όπως υποστηρίζει κινείται σε τέσσερις άξονες: Ο πρώτος είναι η τεχνολογική αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός του ναυπηγείου, ώστε να είναι διεθνώς ανταγωνιστικό. Ο δεύτερος είναι η δημιουργία, μέσα στον χώρο του ναυπηγείου, ενός Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογίας, το οποίο θα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις της επιστήμης, θα ενσωματώνει προηγμένες τεχνολογίες και νέα υλικά και θα ενισχύει τις ικανότητες κατασκευής και απόδοσης του ναυπηγείου. Ο τρίτος είναι η προσθήκη νέων υποδομών σε συγγενείς τομείς, που θα βελτιώσουν σημαντικά τις προοπτικές της νέας επιχείρησης και ο τέταρτος είναι η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, με τη συστηματική εκπαίδευση του προσωπικού, την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων και την αξιοποίηση της διεθνούς και εγχώριας εμπειρίας σε συνεργασία με ΑΕΙ και Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Κέντρα.
Σε ορίζοντα τετραετίας, η συνολική επένδυση υποστηρίζει ο όμιλος θα ξεπεράσει τα 700 εκατ. ευρώ και θα δημιουργήσει περισσότερες από 1.600 άμεσες και 6.000 έμμεσες θέσεις εργασίας. Επίσης, οι επενδύσεις της Pyletech Technologies θα έχουν σημαντική πολλαπλασιαστική αξία στην απασχόληση, στα δημόσια έσοδα, στο ΑΕΠ και στην εθνική οικονομία, υπογραμμίζει ο όμιλος North Star.
Ο όμιλος North Star δηλώνει ότι θέλει να δημιουργήσει στον Σκαραμαγκά ένα διεθνώς ανταγωνιστικό, δυναμικό και κερδοφόρο ελληνικό ναυπηγείο και ναυτιλιακό τεχνολογικό κέντρο, το οποίο θα εξυπηρετεί τις απαιτήσεις συντήρησης και κατασκευής σκαφών υψηλής προστιθέμενης αξίας (εμπορικών και πολεμικών), θα παράγει εξαγώγιμα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εθνικής άμυνας της Ελλάδας. Επίσης, όπως διευκρινίζει, ο έχει την πρόθεση να συμμετάσχει στον διαγωνισμό, αν και δεν είναι ακόμη γνωστοί οι ακριβείς όροι και οι προϋποθέσεις και για το ακίνητο στον Σκαραμαγκά που περιλαμβάνει και τη δεξαμενή Νο5, το οποίο έχει στην κατοχή της η ΕΤΑΔ.
Πάντως το τι υποστηρίζει σε επίπεδο επικοινωνίας ο κάθε ενδιαφερόμενος λίγη σημασία έχει καθώς ο διαγωνισμός είναι πλειοδοτικός χωρίς κάποιο ποιοτικό στοιχείο. Αυτό που μετράει είναι το ύψος του τιμήματος και μάλιστα τοις μετρητοίς. Έτσι όποιος δώσει τα πιο πολλά στις 27 Νοεμβρίου θα πάρει τις εγκαταστάσεις των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Επίσης λόγω ακριβώς της φύσης του διαγωνισμού δεν αποκλείεται και η εμφάνιση και άλλων διεκδικητών.