Τη στάση που θα ακολουθήσουν μέσα στο 2025, μετά και τις ραγδαίες εξελίξεις στο διεθνές γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, αναζητούν οι Έλληνες αποταμιευτές.
Με τις τιμές των κρατικών ομολόγων να έχουν υποχωρήσει μέσα στη χρονιά και με τα τραπεζικά επιτόκια να συνεχίζουν την κατιούσα, το μόνο βέβαιο είναι πως αναζητούνται τρόποι προκειμένου να επιτευχθούν αποδόσεις υψηλότερες από αυτές των καταθέσεων, αλλά μέσα από την ανάληψη περιορισμένου ρίσκου. Άλλωστε, οι τρέχουσες αποδόσεις των προθεσμιακών τοποθετήσεων στις τράπεζες κυμαίνονται στις περισσότερες περιπτώσεις χαμηλότερα από το 1%, με την περαιτέρω τάση να είναι πτωτική (οι τόκοι φορολογούνται με συντελεστή 15%).
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι βασικότερες αλλαγές στο περιβάλλον των επενδύσεων σταθερού εισοδήματος που έχουν λάβει χώρα κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα είναι οι παρακάτω:
Πρώτον, ο μετριασμός των εκτιμήσεων των αναλυτών για το πόσο πολύ και το πόσο γρήγορα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μειώσει το βασικό της επιτόκιο. Με το συγκεκριμένο επιτόκιο να έχει ήδη αποκλιμακωθεί στο 2,5% (από 4% πριν από δώδεκα μήνες), λιγότεροι είναι οι αναλυτές σήμερα σε σχέση με το παρελθόν που επιμένουν στο σενάριο του 2% έως τον προσεχή Ιούνιο, με άλλους να μεταθέτουν την πρόβλεψή τους για το προσεχές φθινόπωρο και άλλους να φοβούνται πως δεν θα πιαστεί το 2% μέσα στο 2025. Κάτι τέτοιο αντανακλάται και στην υποχώρηση των τιμών των ομολόγων (αύξηση yields) από την αρχή του έτους έως σήμερα.
Έτσι, η αύξηση των yields που παρατηρήθηκε φέτος στα ομόλογα επέτρεψε στα Αμοιβαία Κεφάλαια προκαθορισμένης διάρκειας (Target Maturity) να συνεχίσουν να προσφέρουν «αξιοπρεπείς» ενδεικτικές αποδόσεις. Ειδικότερα, αυτή την περίοδο «τρέχουν» οι σχετικές εκδόσεις δύο τραπεζών οι οποίες έχουν διετή διάρκεια και συνολική καθαρή απόδοση γύρω ή και πάνω από το 3%.
Επίσης, η άνοδος των yields εκτιμάται ότι θα καθυστερήσει και την αποκλιμάκωση των ετησιοποιημένων αποδόσεων που προσφέρουν οι αφορολόγητες και χωρίς ρίσκο εκδόσεις Εντόκων Γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου (ΕΓΕΔ).
Δεύτερον, η επιστροφή των spreads μεταξύ των κρατικών ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων σε επίπεδα ανάλογα ή και χαμηλότερα από αυτά της περιόδου που είχε προηγηθεί της Lehman Brothers και των «μνημονίων»!
Ήδη το τελευταίο χρονικό διάστημα είχαμε δύο αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού κρατικού χρέους, αρχικά από την DBRS και στις 14 Μαρτίου από τη Moody’s, ενώ είναι πιθανό να δούμε αντίστοιχες κινήσεις μέσα στους επόμενους μήνες και από άλλους οίκους (π.χ. από τη Standard & Poor’s στις 18 Απριλίου ή/και από τη Fitch στις 16 Μαΐου).
Το γενικότερο προφίλ του ελληνικού χρέους σε συνδυασμό με το ότι η χώρα επιτυγχάνει ισχυρά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και το ότι δεν ανήκει στις ευρωπαϊκές χώρες που καλούνται να αυξήσουν δραστικά τις αμυντικές τους δαπάνες, έχουν ως αποτέλεσμα το spread των δεκαετών ελληνικών κρατικών χρεογράφων από τα αντίστοιχα γερμανικά να έχει παγιωθεί αρκετά κάτω από το 1% (γύρω στις ογδόντα μονάδες βάσης).
Τρίτον, τα περί αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας από τους ξένους οίκους δεν περιορίζονται μόνο στο Ελληνικό Δημόσιο, αλλά σε κάποιο βαθμό επεκτείνονται και στις εγχώριες τράπεζες (π.χ. η Moody’s αναβάθμισε χθες την Εθνική Τράπεζα, τη Eurobank και την Attica Bank), άρα και τα ομόλογα που εκδίδουν. Και μπορεί βέβαια τα τραπεζικά ομόλογα να διατίθενται μόνο σε «επαγγελματίες επενδυτές», πλην όμως, επειδή αποκτώνται από αρκετά αμοιβαία κεφάλαια, η πορεία τους επηρεάζει ως ένα βαθμό -έμμεσα- και τις αποδόσεις των ιδιωτών επενδυτών.
Τέταρτον, τα εταιρικά ομόλογα φαίνεται να έχουν κερδίσει πόντους σε βάρος των κρατικών. Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επενδύσει μεγάλα ποσά σε εξοπλισμούς και υποδομές επιδείνωσε περισσότερο το δανειακό προφίλ των ευρωπαϊκών κρατών σε σχέση με αυτό των επιχειρήσεων της Γηραιάς Ηπείρου, ή καλύτερα των επιχειρήσεων η πορεία των οποίων δεν σχετίζεται άμεσα με τις δασμολογικές αποφάσεις των ΗΠΑ.
Τέλος, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα εταιρικά ομόλογα που διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι με βάση το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για την κεφαλαιαγορά, ο φορολογικός συντελεστής επί των τόκων θα υποχωρήσει για τους Έλληνες ιδιώτες επενδυτές από το 15% στο 5%.