Μέτρα τώρα για το ενεργειακό κόστος ζητά η βιομηχανία, ειδάλλως μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο η πραγματοποίηση επενδύσεων, μικρά τα περιθώρια για νέα στήριξη απαντά η κυβέρνηση.
Στη φράση αυτή συνοψίζονται σε αδρές γραμμές τα νέα καμπανάκια κινδύνου που έκρουσε χθες η βιομηχανία, δια στόματος ΣΕΒ, και το μήνυμα Σκυλακάκη ότι η κυβέρνηση έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες και τελεί εν αναμονή της επαναξιολόγησης από την Κομισιόν των πράσινων πολιτικών και των επιβαρύνσεων που αυτές συνεπάγονται για τις επιχειρήσεις.
Σε μια συγκυρία ευνοϊκή για τη βιομηχανία, όπου οι πιέσεις από κυβερνήσεις και επιχειρήσεις προς τις Βρυξέλλες για μια νέα, πιο ρεαλιστική πολιτική με γνώμονα την ανταγωνιστικότητα δείχνουν να πιάνουν τόπο, η ηγεσία του ΣΕΒ και ο πρόεδρος Σπύρος Θεοδωρόπουλος, επανέλαβαν στον υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας ότι οι επενδύσεις δυσχεραίνουν συνεχώς όσο η Ελλάδα παραμένει στις χώρες με τα υψηλότερα ενεργειακά κόστη.
Στον απόηχο της τέταρτης κατά σειρά επιστολής που απέστειλαν προ ημερών στην Κομισιόν τρεις βιομηχανικοί σύνδεσμοι της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, ζητώντας αλλαγή πλεύσης, ο ΣΕΒ τόνισε, σύμφωνα με τις πληροφορίες, προς τον υπουργό ότι επείγει η λήψη μέτρων, καθώς το gap τιμών ρεύματος ανάμεσα στη ΝΑ Ευρώπη και τις επιχειρήσεις της Β. Ευρώπης μεγαλώνει διαρκώς.
Ειδικά όταν το τελευταίο διάστημα σειρά χωρών της περιοχής, όπως Βουλγαρία, Ρουμανία και Ιταλία, έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση.
Απέναντι στον αυξανόμενο προβληματισμό της βιομηχανίας, ο υπουργός επεσήμανε, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ότι άμεσες λύσεις για μείωση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας δεν υπάρχουν και ότι θα πρέπει να αναμένουμε τις αλλαγές που δρομολογεί η Κομισιόν, η οποία έχει δεσμευτεί να φέρει ένα νομοθέτημα για μείωση κατά 25% ρυθμίσεων, καθώς φαίνεται να έχει αντιληφθεί τη ζημιά που προκαλεί η «σκοτεινή πλευρά της πράσινης μετάβασης».
Σινιάλα για αλλαγή πλεύσης και πραγματικότητα
Στο θέμα των άμεσων παρεμβάσεων, λέγεται ότι απαρίθμησε μια σειρά από δρομολογημένες κινήσεις υπέρ της μείωσης του ενεργειακού κόστους για τις επιχειρήσεις, όπως την αύξηση του ποσοστού των εσόδων από τα δικαιώματα εκπομπών CO2, τόσο για το 2023 (από 16% σε 19%) όσο και για το 2024 (από 17% σε 25%), με την επιπλέον στήριξη για την τελευταία διετία να ανέρχεται στα 130 εκατ. ευρώ.
Ζεστά επίσης «βλέπει» η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ το αίτημα της ενεργοβόρου βιομηχανίας να θέσει σε προτεραιότητα τον σχεδιασμό ενός μηχανισμού αποζημίωσης της διαθεσιμότητας της ζήτησης (non fossil flexibility) και να προωθήσει το θέμα στα όργανα στην Κομισιόν. Επί της ουσίας, πρόκειται για ένα μηχανισμό αποζημίωσης για υπηρεσίες διακοπτόμενου φορτίου κατά τις περιόδους και ώρες όπου το σύστημα έχει ανάγκη μέσω της συμμετοχής στην αγορά εξισορρόπησης και την αγορά επόμενης ημέρας, αντίστοιχο με αυτόν που έχει διεκδικήσει και κερδίσει από την Κομισιόν η γαλλική κυβέρνηση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, πηγές της ενεργοβόρου βιομηχανίας (ΕΒΙΚΕΝ) εκτιμούν ότι μεταφράζεται σε ένα ετήσιο ποσό πέριξ των 25 εκατ. ευρώ.
Στη συνάντηση ο κ. Σκυλακάκης έκανε αναφορά στη σημασία της πρόσφατης επιστολής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος προς την Κομισιόν, που της ζητά στην ουσία να «ξηλώσει» 4 πράσινους στόχους, μεταξύ των οποίων ένας από τους πιο «ιερούς», αυτός για τις ΑΠΕ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η νέα ευρωπαϊκή ηγεσία δεν μπορεί να αγνοήσει τα κελεύσματα από επιχειρήσεις και μεγάλες χώρες, όπως η Γερμανία.
Αν και τα μηνύματα ότι η Ευρώπη οδεύει προς μια νέα τάξη πραγμάτων, λιγότερο πράσινη και περισσότερο ρεαλιστική, είναι συνεχή, και παρότι οξύνεται η πίεση να επανεξεταστούν βασικές παράμετροι του Green Deal, εντούτοις ακόμη δεν έχει επισημοποιηθεί η νέα ευρωπαϊκή πολιτική για τα επόμενα χρόνια.
Σε αυτό το τοπίο, η ελληνική βιομηχανία μπορεί να ελπίζει σε ριζικές αλλαγές στη χάραξη των ενεργειακών πολιτικών και επαναξιολόγηση στόχων και προτεραιοτήτων από την ΕΕ. Ωστόσο μέχρι τότε θα συνεχίσει να πορεύεται με τιμές 170 ευρώ η μεγαβατώρα, από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, και με ορατό πάντα τον κίνδυνο για περαιτέρω επιδείνωση της ανταγωνιστικότητάς της.