“Κρυφό” χρέος 409% του ΑΕΠ διαπιστώνει για την Ελλάδα μελέτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) για το συνταξιοδοτικό, επισημαίνοντας ότι στο κριτήριο του χρέους του Μάαστριχτ δεν συμπεριλαμβάνονται χρέη που οφείλονται στις συνταξιοδοτικές υποσχέσεις προς τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα.
Αυτό, σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνών του Κέντρου Κωνσταντίνο Σαραβάκο που έγραψε το συγκεκριμένο policy paper, αποτρέπει την κρίσιμη μετάβαση σε ένα ισχυρό κεφαλαιοποιητικό σύστημα τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Για τον λόγο αυτό μάλιστα, εκτιμάται πως είναι σημαντικό οι ευρωπαϊκοί λογιστικοί και δημοσιονομικοί κανόνες να μην αποτρέπουν, αλλά αντιθέτως να διευκολύνουν αυτή την κρίσιμη μεταρρύθμιση.
Η σημαντική δε, υστέρηση της Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ σε ό,τι αφορά την ύπαρξη ενός ισχυρού κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στο συνταξιοδοτικό σύστημα, οδηγεί σε απώλειες εισοδήματος της τάξης των 770 ευρώ ετησίως ανά άτομο (2022), επηρεάζοντας αρνητικά τόσο το ΑΕΠ όσο και τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Τα συμπεράσματα για Ελλάδα - ΕΕ
Καθώς μάλιστα τα συμπεράσματα της νέας μελέτης παρουσιάζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο από το ΚΕΦΙΜ και το δίκτυο δεξαμενών σκέψης EPICENTER με στόχο να εξοπλίσουν τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή με προτάσεις για την περίοδο 2025-2030, αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τα εξής σημεία:
- Το 2018 η μισή δαπάνη για συντάξεις χρηματοδοτήθηκε από τον τακτικό προϋπολογισμό (δηλαδή από τη γενική φορολογία) και μόνο το υπόλοιπο 50% της συνταξιοδοτικής δαπάνης προήλθε από εισφορές. Το 2025 προβλέπεται ότι η δαπάνη για συντάξεις θα χρηματοδοτηθεί από τον τακτικό προϋπολογισμό κατά το 43%.
- Παρά τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει την 3η μεγαλύτερη δαπάνη για συντάξεις ως προς το ΑΕΠ στην ΕΕ.
- Ο πλούτος που δημιουργήθηκε χάρη στην κεφαλαιοποίηση συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων σε Ισλανδία και Δανία την περίοδο 2012-2021 ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 11% του ΑΕΠ. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα είναι μηδενικό.
- Τα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα στην ΕΕ αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 29% του ΑΕΠ την περίοδο 2012-2021, έναντι 84% του ΟΟΣΑ, με αποτέλεσμα το ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι χαμηλότερο κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες ή 350 δισεκατομμύρια ευρώ. Η αντίστοιχη απώλεια εισοδήματος από την έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος συνταξιοδότησης στην Ελλάδα εκτιμάται στα 770 ευρώ ετησίως κατά κεφαλή, σε τρέχουσες τιμές 2022.
- Το κριτήριο χρέους του Μάαστριχτ, δεν περιλαμβάνει τα σιωπηρά χρέη που οφείλονται στις συνταξιοδοτικές υποσχέσεις προς τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, τα οποία στην Ελλάδα ξεπερνούν το 400% του ΑΕΠ. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Συνολικά, τα στοιχεία του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους δεν λαμβάνουν υπόψη τις δεσμεύσεις για μελλοντικές συντάξεις, κυρίως των δημοσίων υπαλλήλων με αποτέλεσμα να μην είναι συγκρίσιμα με εκείνα άλλων ανεπτυγμένων χωρών, ιδίως των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και της Αυστραλίας. Αυτό καθιστά δύσκολη την κατανόηση της πρόκλησης της χρηματοδότησης των συντάξεων σε σχέση με την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα.
Προτάσεις πολιτικής
Μεταξύ των προτάσεων πολιτικής που περιλαμβάνονται στη μελέτη, είναι η ισχυρή και άμεση ανάπτυξη του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, καθώς υποστηρίζεται ότι αποτελεί μεταρρυθμιστική προτεραιότητα τόσο για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, όσο και για την ενίσχυση της οικονομίας με επενδυτικούς πόρους.
Στην κατεύθυνση αυτή, προτείνονται επίσης τα εξής:
- Τροποποίηση του κριτηρίου χρέους του Μάαστριχτ, ώστε να περιλαμβάνει τα σιωπηρά χρέη. Η εξαίρεση του κόστους μετάβασης σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα από τον ορισμό του δημοσίου χρέους της ΕΕ θα μπορούσε να θεωρηθεί μια σημαντική κοινωνική επένδυση, καθώς αναμένεται να έχει θετικό μελλοντικό ισοζύγιο.
- Μεταφορά των εισφορών επικουρικής σύνταξης σε ατομικούς επενδυτικούς λογαριασμούς του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα.
- Κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην επικουρική ασφάλιση και απελευθέρωσή του μέσω μίας ανταγωνιστικής αγοράς που θα οδηγεί σε μεγαλύτερη απόδοση και θα τροφοδοτεί την πραγματική οικονομία με επενδύσεις.
- Εκσυγχρονισμός του πλαισίου της νόμιμης μετανάστευσης με σαφείς και λειτουργικούς κανόνες, που μπορεί να απαλύνει άμεσα πτυχές του οικονομικού προβλήματος, και αύξηση διεθνών συμφωνιών για κάλυψη θέσεων εργασίας από πολίτες τρίτων χωρών.
- Έμφαση σε πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη και τις πραγματικές αμοιβές μέσω την ενίσχυσης της οικονομικής ελευθερίας, καθώς η απόδοση και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος συνδέεται άμεσα και αναπόδραστα με τις επιδόσεις της οικονομίας.