«Τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα, Καμπά». Όποιος έζησε τη δεκαετία του ’80, σίγουρα θυμάται αυτή τη φράση από τη διαφήμιση του «Καμπά». Ήταν την εποχή που τα σούπερ μάρκετ άρχιζαν δειλά δειλά να μπαίνουν στη ζωή μας, τα ράφια είχαν πολλή λιγότερα προϊόντα, και η διαδικασία του αγοραστικού ταξιδιού ήταν απλή. Πήγαινες, έπαιρνες ό,τι χρειαζόσουν και έφευγες.
Σήμερα τέσσερις δεκαετίες μετά έχουν αλλάξει πολλά. Η καθημερινότητά μας, η σχέση μας με το φαγητό, ακόμα και ο τρόπος που το προμηθευόμαστε, έχουν εξελιχθεί με τρόπους που οι περισσότεροι από εμάς δεν φανταζόμασταν τότε. Σήμερα, εκείνο το απλό «τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα» έχει αντικατασταθεί από μια γκάμα χιλιάδων προϊόντων και αρκετών εκατοντάδων snacks, σάντουιτς, σαλατών και έτοιμων γευμάτων.
Και το φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα της Circana, 4 στα 10 ευρώ (ποσοστό 37%) των χρημάτων που ξόδεψαν πέρυσι οι Ευρωπαίοι καταναλωτές για την αγορά τροφίμων-ποτών δαπανήθηκαν για την αγορά προϊόντων άμεσης κατανάλωσης τόσο στα κανάλια λιανικής όσο και στο κανάλι της εστίασης. Όπου προϊόντα άμεσης κατανάλωσης, βάλτε έτοιμα γεύματα, σνακ, σαλάτες, σάντουιτς, ζεστά φαγητά, κ.λπ. Δηλαδή 328 δις. ευρώ, από το σύνολο των 888 δις. ευρώ, δαπανήθηκε σε προϊόντα ευκολίας. Ποσό που επιβεβαιώνει ότι η τάση για ευκολία δεν είναι απλά μια μόδα, αλλά μια βαθιά αλλαγή στον τρόπο ζωής μας.
Σύμφωνα με τη Circana τα έτοιμα προς κατανάλωση γεύματα που αγοράζονται από τα καταστήματα λιανικής, τα οποία κάποτε θεωρούνταν δευτερεύουσα επιλογή, έχουν πλέον αναδειχθεί σε σημαντικούς ανταγωνιστές των εστιατορίων και των αλυσίδων ταχείας εστίασης. Όπως εξηγεί ο Edurne Uranga, αντιπρόεδρος του Foodservice Europe της Circana: «Οι καταναλωτές δεν δεσμεύονται πλέον από τις παραδοσιακές κατηγορίες. Παίρνουν αποφάσεις με βάση την ευκολία, την αξία και την εμπειρία, είτε αυτό γίνεται από ένα εστιατόριο γρήγορης εξυπηρέτησης (QSR) είτε από ένα τμήμα έτοιμου φαγητού σε ένα σούπερ μάρκετ».
Μην πάμε μακριά. Τα περισσότερα σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα προσφέρουν ζεστό φαγητό, φρέσκα σάντουιτς, σαλάτες, έτοιμο ψημένο κοτόπουλο, ψωμί και φυσικά πληθώρα επιλογών σε snacks. Μια ποικιλία κωδικών που αυξάνει όσο η όρεξη των καταναλωτών για ευκολία μεγαλώνει. Για αυτό άλλωστε και οι νέες επενδύσεις, όπως παραδείγματος χάριν αυτή της Σκλαβενίτης στη Μαγούλα όπου φτιάχνει νέα μονάδα ετοίμων γευμάτων προκειμένου να αυξήσει την ημερήσια παραγωγή της.
Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της εγχώριας αγοράς αρκεί να αναφέρουμε ότι μόνο για έτοιμες σαλάτες το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου ξοδέψαμε στην Ελλάδα περισσότερα από 94,6 εκατ. ευρώ (το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι είχαμε δαπανήσει 89,7 εκατ. ευρώ) και ολόκληρη την περσινή χρονιά 110,9 εκατ. ευρώ. Για γλυκά ψυγείου η δαπάνη στο δεκάμηνο ήταν 70,3 εκατ. ευρώ (το αντίστοιχο διάστημα του 2023 ήταν «μόλις» στα 51,4 εκατ. ευρώ). Το ποσό αυτό υπερβαίνει κατά πολύ τις αντίστοιχες δαπάνες ολόκληρου του 2022. Τότε για γλυκά ψυγείου είχαμε διαθέσει 52,2 εκατ. ευρώ.
Εξίσου εντυπωσιακή είναι η αύξηση που καταγράφεται στην κατανάλωση έτοιμων γευμάτων. Από 61,7 εκατ. ευρώ το 2022 και 70,1 εκατ. ευρώ πέρυσι, στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου πληρώσαμε για έτοιμα γεύματα που αγοράσαμε από τα σούπερ μάρκετ 63,7 εκατ. ευρώ (το αντίστοιχο διάστημα του 2023 είχαμε ξοδέψει 57,9 εκατ. ευρώ). Την ίδια περίοδο αγοράσαμε κατεψυγμένη πίτσα αξίας 29,5 εκατ. ευρώ από 25,7 εκατ. ευρώ πέρυσι και 18,3 εκατ. ευρώ (από 17,5 εκατ. ευρώ) δώσαμε για να αγοράσουμε κατεψυγμένα έτοιμα γεύματα και 6,2 εκατ. ευρώ (από 5,1 εκατ. ευρώ) για έτοιμα προς κατανάλωση ποτά. Και σε αυτές τις αγορές δεν έχουμε βάλει πόσα έτοιμα ψημένα κοτόπουλα καταναλώνουμε ημερησίως από το σούπερ μάρκετ.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς η ημερήσια κατανάλωση για το συγκεκριμένο πιάτο υπερβαίνει τα 40.000 τεμάχια μόνο από τις σάλες των σούπερ μάρκετ. Η σαφής στροφή των καταναλωτών στα προϊόντα ευκολίας για την καθημερινή τους σίτιση, για το δεκατιανό ή για το κολατσιό φέρνει νέες επενδύσεις από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Καθώς τα όρια θολώνουν, ο ανταγωνισμός για τις καταναλωτικές δαπάνες έχει ενταθεί. Ο Uranga σημειώνει: «Τα εστιατόρια γρήγορης εξυπηρέτησης, όπως τα McDonald's, Burger King, Subway και O'Tacos, βρίσκονται σε σκληρό ανταγωνισμό, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με μεγάλα ευρωπαϊκά σούπερ μάρκετ όπως η Tesco, η Mercadona και η Edeka. Αυτοί οι γίγαντες των σούπερ μάρκετ γίνονται αντίπαλοι, προσφέροντας βολικές επιλογές γεύματος που αμφισβητούν το παραδοσιακό φαγητό γρήγορης εξυπηρέτησης. Πρόκειται για μια μάχη για τον ουρανίσκο του καταναλωτή, όπου και οι δύο ανταγωνίζονται για να κερδίσουν την προσοχή των πελατών που αναζητούν ευκολία, ποικιλία και αξία».
Σε αυτό το περιβάλλον οι λιανοπωλητές εργάζονται για να κερδίσουν ακόμη περισσότερους καταναλωτές, ενώ τα εστιατόρια στοχεύουν στην κατανάλωση στο σπίτι, μια αγορά που παραδοσιακά κυριαρχείται από το λιανικό εμπόριο. Για να το πετύχουν αυτό, επεκτείνουν τις προσφορές τους με επιλογές όπως takeaway, drive-thru και παράδοσης φαγητού. Αυτές οι επιλογές εκτός καταστήματος - takeaway, drive-thru και delivery - αντιπροσωπεύουν σήμερα το 43% των συνολικών δαπανών στον τομέα της εστίασης. Δηλαδή πρόκειται για μια αύξηση 6 ποσοστιαίων μονάδων σε σύγκριση με τα επίπεδα πριν από τον COVID.