H BofA αναλύει την ελληνική οικονομία, τους ανοδικούς και καθοδικούς κινδύνους για τις προοπτικές, οι οποίες προστίθενται στις ανεπίλυτες διαρθρωτικές προκλήσεις. Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα προτείνει τις μετοχές των τραπεζών αλλά και την Jumbo με συστάσεις αγορά και τη μετοχή του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) με ουδέτερη σύσταση.
«Πιστεύουμε ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να είναι μεταξύ των ταχύτερα αναπτυσσόμενων χωρών της Ευρωζώνης το 2025-2026. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι κεφαλαιουχικές δαπάνες πιθανότατα θα παραμείνουν οι κύριοι κινητήριοι μοχλοί. Οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη θα μπορούσαν να περιορίσουν την κυκλική άνοδο, ιδίως μέσω των πιστωτικών περιορισμών και της έλλειψης εργατικού δυναμικού», σημειώνει.
«Διατηρούμε θετικές τις προοπτικές για τα ελληνικά ομόλογα και βλέπουμε το spread με το γερμανικό ομόλογο να δοκιμάζει αλλά να μην ξεπερνά τις 70 μ.β., σε ένα αμετάβλητο περιβάλλον κινδύνου. Οι κυριότεροι κίνδυνοι παραμένουν εξωτερικοί, δηλαδή η γεωπολιτική και οι γενικές διακυμάνσεις του κλίματος κινδύνου στην αγορά. Έχουμε πλέον θετικές προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, με τρεις από τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες που καλύπτουμε να αξιολογούνται ως "αγορά" (Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς και Alpha Βank)», συνεχίζει ο οίκος.
«Από τις μη τραπεζικές μετοχές, η Jumbο βρίσκεται σε καλή θέση για να επωφεληθεί χάρη στο μοναδικό της μοντέλο προσανατολισμένο στην αξία. Η μη απαιτητική αποτίμηση της μετοχής και οι αποδόσεις των μετόχων υποστηρίζουν την αξιολόγησή μας ως αγορά με τιμή-στόχο 36 ευρώ».
«Οι προοπτικές της κίνησης στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) παραμένουν υγιείς. Αξιολογούμε τη μετοχή σε ουδέτερη θέση, με τιμή-στόχο τα 9 ευρώ. Προβλέπουμε όγκο +6% το 2025, με τα στοιχεία για την αεροπορική χωρητικότητα να δείχνουν ρυθμό αύξησης 12,5% το α’ τρίμηνο του 2025 σε ετήσια βάση. Ωστόσο, το ρυθμιστικό πλαφόν στις αποδόσεις στον αεροπορικό τομέα εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό τις ισχυρές λειτουργικές επιδόσεις και προβλέπουμε μείωση των τιμολογίων κατά τη διάρκεια του 2025», εξηγεί η ΒofA.
«Η συνολική θετική μας άποψη για τα μακροοικονομικά μεγέθη πλαισιώνεται από ένα ισοζύγιο κινδύνων το οποίο, κατά τη γνώμη μας, φαίνεται να είναι στραμμένο για χαμηλότερα. Ορισμένοι από τους κινδύνους είναι οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή του RRP, η ελλιπής απορρόφηση των κονδυλίων του και ο κίνδυνος ανάκαμψης με πιστωτικούς περιορισμούς. Επιπλέον, επισημαίνουμε τον κίνδυνο βραδύτερου αποπληθωρισμού από ό,τι στην υπόλοιπη περιοχή της ζώνης του ευρώ. Ο ελληνικός πληθωρισμός εξακολουθεί να κινείται πάνω από το 2% και ένας πληθωρισμός πιο επίμονος από τον αναμενόμενο θα μπορούσε πράγματι να παρεμποδίσει την ανάκαμψη του πραγματικού εισοδήματος», επισημαίνει η BofA.
Οι εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία
«Πιστεύουμε ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να είναι μεταξύ των ταχύτερα αναπτυσσόμενων χωρών της Ευρωζώνης το 2025/2026. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι κεφαλαιουχικές δαπάνες πιθανότατα θα παραμείνουν οι κύριοι κινητήριοι μοχλοί. Οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη θα μπορούσαν να περιορίσουν την κυκλική άνοδο, ιδίως μέσω των πιστωτικών περιορισμών και της έλλειψης εργατικού δυναμικού».
«Διατηρούμε θετικές προοπτικές για τα ελληνικά ομόλογα και βλέπουμε το spread να δοκιμάζει αλλά να μην ξεπερνά τις 70 μ.β. έναντι της Γερμανίας, σε ένα αμετάβλητο περιβάλλον κινδύνου. Οι κυριότεροι κίνδυνοι παραμένουν εξωτερικοί, δηλαδή η γεωπολιτική και οι γενικές διακυμάνσεις του κλίματος κινδύνου στην αγορά».
«Η κυβέρνηση διατηρεί σημαντικά ταμειακά αποθέματα και αποπληρώνει πρόωρα το χρέος της. Το τελευταίο ταμειακό απόθεμα ανέρχεται σε 44,7 δισ. ευρώ, αλλά η κυβέρνηση σχεδιάζει να το μειώσει σε περίπου 15 δισ. ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια, με την έγκριση της ΕΕ, και να συνεχίσει την πρόωρη αποπληρωμή του χρέους».
«Η οικονομία είναι λιγότερο ευάλωτη στα υψηλά επιτόκια από ό,τι οι ομοειδείς χώρες της ζώνης του ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους είναι επίσημο, με πολύ χαμηλά και σταθερά επιτόκια και μέση διάρκεια 20 ετών. Το χρέος του ιδιωτικού τομέα είναι εξαιρετικά χαμηλό, καθώς υπήρξε περιορισμένη χορήγηση πιστώσεων κατά τη διάρκεια της μακράς ελληνικής κρίσης την περασμένη δεκαετία και η πιστωτική ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα παραμένει χαμηλή».
Οι συνεχιζόμενες βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποδίδουν απτά αποτελέσματα. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ιδίως στην αυτοαπασχόληση, αποδίδει καρπούς, εξηγώντας εν μέρει την πρόσφατη υπεραπόδοση των εσόδων παρά τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Η κυβέρνηση έχει εξορθολογήσει τις κρατικές παροχές και έχει βελτιώσει τη στόχευση.
Η ψηφιοποίηση της γραφειοκρατίας έχει μειώσει σημαντικά το κόστος συναλλαγών σε ορισμένους τομείς. Η πράσινη μετάβαση προχωρά καλά, με την Ελλάδα να βρίσκεται πλέον στη 2η θέση παγκοσμίως στο μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.