Σε περίπου μισό τρισεκατομμύριο εκτιμώνται οι ενεργειακές επενδύσεις στην Ελλάδα μέχρι το 2050, με τη μερίδα του λέοντος να αφορά αυτές που ενισχύουν τον εξηλεκτρισμό της χώρας, τα projects υδρογόνου, τις μεγάλες διασυνδέσεις με άλλες χώρες, το «πρασίνισμα» της βιομηχανίας, των αερομεταφορών και της ναυτιλίας.
Σταχυολογώντας τα βασικά νούμερα που προβλέπει το φιλόδοξο εθνικό ενεργειακό σχέδιο της χώρας, για να γίνουμε μια χώρα net zero μέχρι το 2050 απαιτούνται επενδύσεις 436 δισ. ευρώ, γεγονός που μεταφράζεται σε επιπλέον 2,5% αύξηση του ΑΕΠ τον χρόνο, αλλά και στη δημιουργία ετησίως 210.000 θέσεων εργασίας. Ένα νούμερο που αντιστοιχεί σε επιπλέον 5% του εργατικού δυναμικού, με ό,τι αντίκτυπο αυτό θα έχει για κλάδους όπως οι κατασκευές και η μεταποίηση.
Επτά προϋπολογισμοί δεν αρκούν για επιδοτήσεις
Οι αριθμοί του νέου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που παρουσιάστηκαν σήμερα σε ειδική εκδήλωση στην Τράπεζα της Ελλάδος δεν είναι καθόλου μικροί, ο πήχης μπαίνει ψηλά, όπως και το διακύβευμα. Ωστόσο, εάν οι προβλέψεις δεν είναι ρεαλιστικές, το σχέδιο θα αποτύχει, όπως ανέφερε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης, θυμίζοντας ότι όλες αυτές οι επενδύσεις που υπερβαίνουν τις οικονομικές μας δυνατότητες θα πρέπει να γίνουν σε ένα νέο καθεστώς, χωρίς πλέον τη στήριξη των επιδοτήσεων.
«Επτά προϋπολογισμοί του κράτους δεν χωράνε για να επιδοτήσεις αυτή τη μετάβαση. Το λέω, για να είμαστε ρεαλιστές σε αυτούς που κοιτούν το ΕΣΕΚ και βλέπουν μέσα εύκολες επιδοτήσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά, θυμίζοντας τα λάθη του παρελθόντος, το γεγονός ότι σήμερα πληρώνουμε πιο πολλά χρήματα από όσο έπρεπε σε παλαιές επιδοτήσεις, καθώς επίσης ότι φτιάξαμε θηριώδη εργοστάσια που πρέπει τώρα να κλείσουν γιατί δεν τα χρειαζόμαστε.
Από την πλευρά του, ο διοικητής της Τρ. της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρας έστειλε ξανά το μήνυμα ότι «δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού για την κλιματική κρίση», μίλησε για την ανάγκη αποφασιστικής και συντονισμένης δράσης και ανέδειξε τη σημασία των ΑΠΕ, της αποθήκευσης, του εξηλεκτρισμού και κυρίως της ανάπτυξης νέων και ισχυρότερων δικτύων.
Στην εκτιμώμενη συμβολή του σχεδίου στην ελληνική οικονομία, που υπολογίζεται στα 6 δισ. ευρώ τον χρόνο μέχρι και το 2050, στους κλάδους της οικονομίας που θα επηρεαστούν από αυτό θετικά, όπως οι κατασκευές και ο εξοπλισμός, αλλά και στις τρεις διακριτές περιόδους εφαρμογής του, αναφέρθηκε η υφ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας Αλ. Σδούκου, χαρακτηρίζοντάς το, εκτός από ένα τεχνοκρατικό έγγραφο και ως ένα πολιτικό μανιφέστο με κοινωνική στρατηγική.
Στην πρώτη περίοδο του ΕΣΕΚ, μεταξύ 2025-2030, το σχέδιο προβλέπει τη συνεχιζόμενη ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ, την επίτευξη του στόχου της απολιγνιτοποίησης το 2028 και την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων. Μπαίνουν επίσης οι βάσεις για τεχνολογίες όπως η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, το υδρογόνο, οι αντλίες θερμότητας, οι διασυνδέσεις με άλλες χώρες και οι αποφάσεις για τους υδρογονάνθρακες.
Στη δεύτερη δεκαετία (2030-2040) και ενώ οι τεχνολογίες της πρώτης περιόδου θα έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς, το σχέδιο δίνει βάρος στην επιτάχυνση του εξηλεκτρισμού.
Στη δε τρίτη περίοδο (2040-2050), το σχέδιο επικεντρώνεται στους τομείς που είναι δύσκολο να μειώσουν τις εκπομπές τους, όπως η βιομηχανία, οι αερομεταφορές και η ναυτιλία, ενώ το υδρογόνο και τα συνθετικά καύσιμα μπαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο με ορίζοντα το 2050. Σημειωτέον ότι για λόγους ασφάλειας της ενεργειακής τροφοδοσίας της χώρας, όπως είπε η κα Σδούκου, θα διατηρηθεί μια σημαντική ηλεκτροπαραγωγική ισχύς με καύσιμο το φυσικό αέριο.
Η αριθμητική
Κρατώντας τα πιο βασικά από την αριθμητική του ΕΣΕΚ, προβλέπει ότι με τον μαζικό εξηλεκτρισμό της χώρας το μέσο κόστος στο ρεύμα θα υποχωρήσει από τα 145 ευρώ ανά μεγαβατώρα στα 95 ευρώ το 2050. Από 55% που είναι σήμερα η συμμετοχή των ΑΠΕ, το 2030 προβλέπεται να αποτελούν το 75,2% της ηλεκτροπαραγωγής και το 95,6% το 2035.
Από 28,3 GW που θα είναι η εγκατεστημένη ισχύς στην ηλεκτροπαραγωγή το 2025, ο στόχος είναι να ανέλθει στα 71,7 GW το 2050, με το μεγαλύτερο μέρος (35 GW) να προέρχεται από φωτοβολταϊκά, 13 GW από χερσαία αιολικά και 11 GW από τα υπεράκτια αιολικά.
Μέχρι το 2030 αναμένεται να έχουν εγκατασταθεί έξυπνοι μετρητές κατανάλωσης και στα 7,5 εκατομμύρια των παροχών, ενώ για τις επόμενες δύο δεκαετίες προβλέπεται η διείσδυση του βιομεθανίου και υδρογόνου στην κατανάλωση.