Η συμφωνία Αθηνών - Λευκωσίας για την διασύνδεση Ελλάδας - Κύπρου που υπεγράφη τη Παρασκευή και η οποία νωρίτερα είχε κινδυνεύσει να προσκρούσει αμέτρητες φορές στα βράχια, βάζει ξανά σε τροχιά υλοποίησης ένα στρατηγικής σημασίας έργο, που υπερβαίνει κατά πολύ μια οικονομοτεχνική μελέτη ή τα επιπλέον λεπτά ανά κιλοβατώρα, με τα οποία θα επιβαρυνθούν οι κύπριοι καταναλωτές.
Η συμφωνία, πέρα από το γεγονός ότι θέτει εκ νέου στις ράγες ένα γεωπολιτικής σημασίας project, τυχόν ναυάγιο του οποίου θα μεταφράζονταν σε αποδοχή του «βέτο» της Τουρκίας για όσα έργα στην Αν. Μεσόγειο δεν συμμετέχει και η ίδια, στέλνει ένα σαφές πολιτικό μήνυμα ότι Ελλάδα και Κύπρος, είδαν τελικά τη μεγάλη εικόνα, πέρα από τις διαφορετικές τους προσεγγίσεις στα επιμέρους.
Απέφυγαν να εγκλωβιστούν σε αντιπαραθέσεις, βάσιμα ή μη επιχειρήματα και στο πολιτικό νέφος που είχε δημιουργηθεί γύρω από το έργο, απειλώντας μέχρι και στο παρά ένα να το τινάξουν στον αέρα, παρά έμειναν στην ουσία: Η ηλεκτρική διασύνδεση μπορεί να αποτελέσει την πρώτη ενεργειακή «γέφυρα» της Ευρώπης με την Μ. Ανατολή, αφού δεν υπάρχει άλλο τόσο ώριμο σχέδιο στο τραπέζι, ενώ σε βάθος χρόνου έχει τη προοπτική να «κουμπώσει» με μια άλλη μεγαλόπνοη, εμπορική, τεχνολογική και ενεργειακή διαδρομή προς την Ασία, που έχει παγώσει λόγω του πολέμου στη Γάζα, τον IMEC.
Η γεωγραφία, δηλαδή η θέση που έχουν στο χάρτη, η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ, όπου και θα καταλήγει ο Great Sea Interconnector και αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους για το διαχρονικό ενδιαφέρον του διεθνούς παράγοντα, επικράτησαν του φόβου, των παλινωδιών και των αναστολών των εμπλεκομένων.
Η χθεσινή φράση του Προέδρου Χριστοδουλίδη, μιλώντας στο Open, ότι «οι σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας ήταν διαχρονικά δύσκολες σχέσεις» και ότι συχνά κρυβόμασταν πίσω από κοινά ανακοινωθέντα που μιλούσαν για πλήρη ταύτιση απόψεων, όταν η πραγματικότητα ήταν διαφορετική, μπορεί να παραπέμπει στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές του παρελθόντος, ωστόσο αναφέρεται και στη πολύ βαριά ατμόσφαιρα των τελευταίων εβδομάδων και τις αντιπαραθέσεις που μεσολάβησαν, προτού οι δύο πλευρές καταφέρουν να τις παραμερίσουν.
Στο επίπεδο πάντα των δηλώσεων, θα πρέπει κανείς να κρατήσει τόσο τη πρόσφατη στήριξη από Αμερικανούς αξιωματούχους (του υφυπ. για θέματα ενέργειας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζέφρι Πάιατ και της πρέσβειρας στην Λευκωσία, Τζούλι Φίσερ), καθώς και από τον ισραηλινό υπ. Ενέργειας Ελι Κοέν, όσο και τη χθεσινή τοποθέτηση του Προέδρου Μακρόν κατά τη τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη, με τους δύο ηγέτες να υπογραμμίζουν «τη σημασία του εν λόγω έργου κοινού ενδιαφέροντος ως προς την υλοποίηση των ενεργειακών στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Δηλώσεις που έχουν τη δική τους σημασία, ανεξάρτητα αν η τοποθέτηση Μακρόν έχει προφανώς και επιχειρηματική διάσταση, αφού το μεγάλο συμβόλαιο του καλωδίου αφορά την Nexans, ενώ μια άλλη γαλλική εταιρεία, η Meridiam ενδιαφέρεται να μπει στο μετοχικό κεφάλαιο του έργου.
Το γεωπολιτικό ρίσκο
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υφίσταται πλέον γεωπολιτικό ρίσκο. Το αντίθετο. Όσοι επιχειρούν να το υποβαθμίσουν, κάνουν σαν να αγνοούν την πραγματικότητα. Δεν δίνουν απάντηση στο πώς θα ξεπεραστεί ο παράγοντας «Τουρκία».
Σε ένα θέμα που θα μας απασχολήσει προσεχώς, έχει τη σημασία της η απόφαση της κυβέρνησης να φέρει άμεσα στη Βουλή τον επιμερισμό 50%- 50% του γεωπολιτικού κινδύνου. Είναι η περίφημη ρύθμιση που άλλαξε κατόπιν απαίτησης από την κυπριακή πλευρά και σύμφωνης γνώμης από την ελληνική, ότι στο απευκταίο σενάριο που το έργο μπλοκάρει για λόγους ανωτέρας βίας και χωρίς υπαιτιότητα του φορέα υλοποίησης (ΑΔΜΗΕ), ο τελευταίος θα μπορεί να ανακτήσει τις μέχρι τότε δαπάνες, ισόποσα, 50%-50% μεταξύ των καταναλωτών των δύο χωρών. Η αρχική αναλογία ήταν 63% οι Κύπριοι ως οι βασικοί ωφελούμενοι και 37% οι Ελληνες.
Η προληπτική αυτή διάταξη θα προβλέπει ότι στο κακό σενάριο, που τα πράγματα πάρουν αρνητική τροπή και μπλοκάρει το έργο, θα είναι το ελληνικό κράτος εκείνο που θα επιδοτήσει την επιπλέον επιβάρυνση στο λογαριασμό του Ελληνα καταναλωτή.
Η μια διάσταση είναι αυτή. Η άλλη είναι ότι η κυβέρνηση κρίνει πως η γεωπολιτική σημασία του θέματος απαιτεί θεσμοθέτηση του 50%-50% από το Κοινοβούλιο. Σαν ένα μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν φοβάται τον κίνδυνο, γι’ αυτό και αναλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι του ρίσκου, αλλά και ότι διαθέτει πολύ ισχυρή θέση σε θέματα Διεθνούς Δικαίου.
Το τάιμιγκ δεν είναι τυχαίο. Αμέσως μόλις αρθεί το suspension του έργου και σταλεί από τον ΑΔΜΗΕ το πράσινο φως προς τη Nexans για συνέχιση της κατασκευής του έργου, θα ξεκινήσουν εκ νέου οι θαλάσσιες έρευνες για τη πόντιση του καλωδίου.
Στο επεισόδιο της Κάσου τον Ιούλιο, η Τουρκία είχε επικαλεστεί ότι η περιοχή έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα αφορούσε την «τουρκική υφαλοκρηπίδα», προκειμένου να δημιουργήσει τετελεσμένα που σχετίζονται με το Τουρκολυβικό «Μνημόνιο». Η τουρκική πλευρά θα επιχειρήσει πιθανότατα ξανά να κατοχυρώσει τετελεσμένα μέσω της αρμοδιότητας έκδοσης Navtex, καθώς επιδιώκει η περιοχή ευθύνης της να ταυτίζεται με τη μονομερώς δηλωθείσα «ΑΟΖ» στην Αν. Μεσόγειο.
Οι έρευνες βυθού ωστόσο αλλά και η πόντιση καλωδίου είναι ελεύθερες στα διεθνή ύδατα. Απτονται των δικαιωμάτων ελευθερίας της θάλασσας, και δεν εντάσσονται στις εκτός των χωρικών υδάτων διεκδικήσεις (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ). Η ψήφιση της παραπάνω διάταξης στη Βουλή έχει τη στόχευση να θυμίσει τι ακριβώς προβλέπει η Σύμβαση Δίκαιου της Θάλασσας (1982), ενόψει και των προσεχών ερευνών, που όπως γνωρίζει καλά η κυβέρνηση, θα αποτελέσουν ένα νέο τεστ όχι μόνο για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας- Κύπρου.