Η αναφορά της έκθεσης Ντράγκι σε μια πιο αποτελεσματική αγορά για την ενεργειακή ασφάλεια και οι κινήσεις της Γερμανίας για τη στήριξη των μονάδων φυσικού αερίου στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην Αθήνα. Σε συνθήκες μαζικής πράσινης παραγωγής, η ευστάθεια κάθε συστήματος απαιτεί πολλές και κυρίως βιώσιμες μονάδες, δίχως τις οποίες αυτή κινδυνεύει.
Το πόσο απαραίτητες είναι το δείχνει το γεγονός ότι την τελευταία εβδομάδα, παρά την εκτεταμένη ηλιοφάνεια, το φυσικό αέριο συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στο ελληνικό ενεργειακό μείγμα και μάλιστα με μερίδιο 46,9%, έναντι 25,1% των ΑΠΕ, καθώς λόγω άπνοιας, τα βράδια η συμμετοχή τους πέφτει κατακόρυφα.
Σε μια τέτοια συγκυρία, με το φυσικό αέριο να συνεχίζει να αποτελεί βασικό καύσιμο για την τροφοδοσία της ΕΕ και της Ελλάδας, τον εθνικό σχεδιασμό να προβλέπει αύξηση άνω του 50% στα έργα ΑΠΕ έως το 2030, φτάνοντας τα 24 GW (από 16 GW σήμερα) και πλήρη απόσυρση του λιγνίτη, το ερώτημα είναι αν διαθέτουμε αρκετές και βιώσιμες μονάδες, ικανές να διασφαλίζουν την ευστάθεια του συστήματος σε συνθήκες πράσινης υπερπαραγωγής.
Σήμερα, η εγκατεστημένη ισχύς στο φυσικό αέριο είναι περίπου 5,8 GW. Συνυπολογίζοντας τη μονάδα των Motor Oil - TΕΡΝΑ που ξεκινά τον Οκτώβριο και της κοινοπραξίας ΔEΗ - ΔΕΠΑ - Κοπελούζου που βάζει μπροστά του χρόνου, θα έχουμε συνολικά 7,9 GW μέχρι τα τέλη της δεκαετίας. Ωστόσο θα πρέπει να απαντηθεί πόσοι από τους σταθμούς αυτούς είναι βιώσιμοι και στο μέλλον.
Σίγουρα όχι όλοι, ειδικά όταν η παραγόμενη από αυτές τις μονάδες ενέργεια θα βαίνει συνεχώς μειούμενη λόγω της διείσδυσης των ΑΠΕ. Στα τέλη της δεκαετίας, η παραγωγή ηλεκτρισμού με το συγκεκριμένο καύσιμο υπολογίζεται ότι θα έχει μειωθεί στις 10 TWh τον χρόνο (από 17 TWh σήμερα), όπως αναγνωρίζει και το κείμενο του ΕΣΕΚ, που θα σταλεί προσεχώς για έγκριση στην Κομισιόν.
Αυτό σημαίνει ότι η λειτουργία τους θα είναι 1.280 ώρες τον χρόνο, από περίπου 3.200 ώρες σήμερα. Δηλαδή 60% χαμηλότερη, καθώς αλλάζουν ρόλο, δεν θα δουλεύουν πλέον ως μονάδες βάσης παρά θα χρησιμεύουν για την εξισορρόπηση του συστήματος, άρα θα μπαίνουν στο σύστημα πολύ λιγότερες ώρες.
«Αυτές οι μονάδες δεν θα μπορούν να καλύπτουν τα σταθερά και κεφαλαιουχικά κόστη τους και επομένως θα οδηγηθούν σε απόσυρση για οικονομικούς λόγους. Αυτό θα έχει σοβαρές συνέπειες για την ασφάλεια του συστήματος», προειδοποίησαν προ ημερών οι ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγοί στο πλαίσιο διαβούλευσης του ΕΣΕΚ για ένα θέμα που ανεβάζει πλέον και η ΔEΗ.
Στο προ ημερών συνέδριο του Economist στη Θεσσαλονίκη, ο αναπληρωτής CEO της ΔEΗ Αλέξης Παΐζης, μιλώντας για την κρισιμότητα των μονάδων φυσικού αερίου, όπως συνέβη στη μίνι ενεργειακή κρίση του καλοκαιριού, είπε ότι χωρίς μηχανισμούς αποζημίωσης, θα κινδυνεύσουν με εξαφάνιση, καθώς κανείς δεν μπορεί να συντηρεί όσες λειτουργούν επί ζημία. «Μπορεί μια μονάδα να λειτουργεί π.χ. 50 ώρες τον χρόνο, όμως σε αυτές τις ώρες η λειτουργία της είναι απαραίτητη, επομένως η βιωσιμότητά της πρέπει να διασφαλιστεί», ανέφερε.
Η προσέγγιση Ντράγκι
Το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό αλλά πανευρωπαϊκό. Απλώς θα γίνεται όλο και πιο έντονο σε χώρες με μεγάλη συμμετοχή του φυσικού αερίου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής, όπως οι Ιταλία (38%), Ιρλανδία (36%), Ελλάδα (36%), Ολλανδία (28%), Βρετανία (35%), Λετονία (25%) και Κροατία (24%).
Σε κάποιες από τις χώρες αυτές το πρόβλημα έχει λυθεί με τη δημιουργία αγορών διαθέσιμης ισχύος (capacity mechanism), όπου οι ηλεκτροπαραγωγοί, μέσω διαγωνισμών, προσφέρουν τη διαθέσιμη ισχύ που χρειάζεται το σύστημα και κλειδώνουν ετήσια συμβόλαια, ενώ στην ανάγκη υιοθέτησης παρόμοιου μηχανισμού και από την Ελλάδα αναφέρεται και το ΕΣΕΚ, τοποθετώντας τον μετά το 2030.
Τώρα, το θέμα αναδεικνύεται και από την έκθεση Ντράγκι, που ναι μεν αναγνωρίζει τη σημασία των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, αλλά μιλά ευθέως για τον στρατηγικό ρόλο που θα συνεχίζουν να παίζουν τα ορυκτά καύσιμα στην ευρωπαϊκή οικονομία για πολλά ακόμη χρόνια, για τη σημασία του φυσικού αερίου στην εποχή της πράσινης μετάβασης και προτείνει την ανάγκη να εισαχθούν μηχανισμοί αποζημίωσης (capacity mechanism) και εργαλεία ευελιξίας στην ευρωπαϊκή αγορά.
Στην πράξη, η ανάλυση του πρώην Iταλού πρωθυπουργού όχι μόνο δεν εξωραΐζει, όπως κάνει η Κομισιόν, τη μονολιθική υπερανάπτυξη των ΑΠΕ, αλλά αναδεικνύει τη διάσταση του ζωτικού ακόμη ρόλου για τις ευρωπαϊκές οικονομίες των ορυκτών καυσίμων, προσέγγιση που ενστερνίζονται πλέον ακόμη και χώρες που για πολλά χρόνια αρνούνταν κάθε σχετική συζήτηση, όπως η Γερμανία.
Οι κινήσεις της Γερμανίας
Στις αρχές καλοκαιριού, το Βερολίνο ζήτησε και πήρε από τις Βρυξέλλες το πράσινο φως για την κρατική στήριξη νέων μονάδων φυσικού αερίου, αρχικής ισχύος 10 GW, ώστε να εξασφαλίζεται η ευστάθεια σε συνθήκες κατακόρυφης αύξησης της πράσινης παραγωγής.
Το «οκ» των κοινοτικών στο γερμανικό σχέδιο προέβλεπε κίνητρα δισεκατομμυρίων ευρώ για την ανάπτυξη νέων μονάδων φυσικού αερίου από utilities, όπως η RWE, η EnBW και η Uniper, οι οποίες θα συμμετέχουν στο λεγόμενο capacity market.
Τώρα, η γερμανική κυβέρνηση -δείγμα της σημασίας που αποδίδει στο φυσικό αέριο- προχωρά ένα βήμα παραπέρα την αρχική συμφωνία, έχοντας βγάλει σε διαβούλευση σχέδιο για μια υβριδική αγορά διαθέσιμης ισχύος, με τελικό στόχο τη στήριξη μονάδων συνολικής ισχύος πάνω από 20 GW.
Σε πρώτη φάση, θέλει να εξασφαλίσει την κάλυψη από την αγορά 12,5 GW σε μονάδες φυσικού αερίου, ικανών να χρησιμοποιούν στο μέλλον, και υδρογόνο, και το αργότερο μέχρι το 2028 στοχεύει να ξεκινήσει μια γενική αγορά διαθέσιμης ισχύος, όπου θα ενταχθεί το σύνολο των μονάδων.
Οι τάσεις στην αγορά ενέργειας είναι σαφείς. Το φυσικό αέριο, μετά από πολλές αναλύσεις, «is here to stay». Στοιχίζονται πίσω από αυτές ακόμη και πολιτικοί που προέρχονται από το κόμμα των «Πρασίνων», όπως ο αντικαγκελάριος της Γερμανίας και υπουργός Προστασίας του Κλίματος Ρόμπερτ Χάμπεκ, που αντιλαμβάνεται ότι δύσκολα θα προχωρήσει η πράσινη μετάβαση και θα αποφευχθούν τα μπλακ-άουτ, χωρίς εξασφαλισμένη τη διάθεση ισχύος.
Οχι μόνο επειδή δεν είμαστε στο σημείο εκείνο που μπορούμε να ξεφορτωθούμε τις μονάδες αερίου ή επειδή σβήνουμε τους λιγνίτες. Αλλά επειδή δεν έχουμε ακόμη τη φθηνή εκείνη τεχνολογία μηδενικών ρύπων, ώστε η παραγωγή πράσινης ενέργειας να μην εξαρτάται κάθε φορά από το αν θα έχει ήλιο ή θα φυσάει.