Συνεχίζεται η επέλαση του ρωσικού αερίου στην ελληνική αγορά, που ξεπερνά πλέον και τα προ ενεργειακής κρίσης επίπεδα και είναι μακράν πρώτο σε μερίδιο, απειλώντας ευθέως υποδομές όπως ο Κάθετος Διάδρομος, που φέρει τη στήριξη των ΗΠΑ.
Η μείωση των τιμών του και η απουσία δράσης εκ μέρους των Βρυξελλών έχει ως αποτέλεσμα το ρωσικό αέριο να αποκτά μακράν μονοπωλιακή θέση στην ελληνική αγορά, με μερίδιο 64,4%, έναντι κάτω του 60% πριν από μερικούς μήνες, όπως αναφέρει χθεσινή ανάλυση για τις τάσεις στη κατανάλωση φυσικού αερίου από τη δεξαμενή σκέψης Green Tank. Εκτοπίζοντας το LNG κάθε προέλευσης, οι εισαγωγές ρωσικού αερίου μέσω του Turkstream τον Αύγουστο έφτασαν τις 3.64 ΤWh και είναι οι δεύτερες υψηλότερες ιστορικά στην Ελλάδα, μετά τον προηγούμενο μήνα, τον Ιούλιο (3.66 ΤWh).
Κατακόρυφη αύξηση ρωσικών εισαγωγών καταγράφεται παντού στην Ευρωπαϊκή Ενωση, κυρίως όμως στην ευρύτερη γειτονιά μας, με το φυσικό αέριο της Gazprom να καταλαμβάνει την πρώτη θέση πανευρωπαϊκά. Αποκαθιστώντας το status quo που υπήρχε πριν την εισβολή στην Ουκρανία και αναδεικνύοντας το φιάσκο της υποτιθέμενης ενεργειακής απεξάρτησης από τη Μόσχα, το δεύτερο τρίμηνο του 2024, η ΕΕ εισήγαγε 12,8 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm) από τη Ρωσία, ποσό μεγαλύτερο από τις συνολικές εισαγωγές μέσω ΗΠΑ (12,2 bcm).
Στο οκτάμηνο, το ρωσικό αέριο που μπαίνει στο ελληνικό σύστημα μέσω της πύλης του Σιδηροκάστρου αποτελεί πλέον σταθερά την πρώτη πηγή τροφοδοσίας στη χώρα, με 22.8 TWh και μερίδιο κοντά στο 55% (53,4%). Το αντίστοιχο μερίδιο το οκτάμηνο του 2023 ήταν μόλις 16,8%.
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους μήνες με τα slots, δηλαδή τις χρονοθυρίδες υγροποιημένου αερίου στη Ρεβυθούσα, όπου καταπλέουν ελάχιστα πλέον πλοία, δείγμα ότι οι χρυσές ημέρες του LNG αποτελούν παρελθόν. Το δείχνει η βουτιά 51,6% των εισαγωγών υγροποιημένου αερίου στο οκτάμηνο.
Οι χρήστες του χώρου ακυρώνουν κρατήσεις και προτιμούν να χάσουν χρήματα από τα χρυσοπληρωμένα slots, επιλέγοντας να φέρουν το φθηνότερο ρωσικό αέριο μέσω του σταθμού στο Σιδηρόκαστρο Σερρών, τη βασική πύλη εισόδου στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, όπου το ελληνικό σύστημα συνδέεται με τον Turkstream. Κανείς στην αγορά δεν είναι διατεθειμένος εδώ και καιρό να κάνει μακροχρόνια δέσμευση δυναμικότητας στα σημεία εξόδου της χώρας.
Ακριβώς για τους ίδιους λόγους, δηλαδή τις αρκετά χαμηλότερες τιμές του ρωσικού αερίου μέσω αγωγού, έχουν καταρρεύσει και οι ελληνικές εξαγωγές στα Βαλκάνια. Για 12ο συνεχόμενο μήνα, από τον Σεπτέμβριο του 2023, οι εξαγωγές αερίου μέσω της πύλης του Σιδηροκάστρου ήταν μηδενικές, δίνοντας τέλος στο αφήγημα της Ελλάδας ως εξαγωγέα φυσικού αερίου στα Βαλκάνια.
Σε αυτό το ολικό comeback του ρωσικού αερίου, σύννεφα μαζεύονται για όλα εκείνα τα ενεργειακά έργα που σχεδιάστηκαν με γνώμονα την απεξάρτηση της χώρας από το ενεργειακό παιχνίδι της Μόσχας. Από τον τερματικό σταθμό του FSRU της Αλεξανδρούπολης που αναμένεται να μπει σε λειτουργία την 1η Οκτωβρίου, με στόχο την αποστολή μη ρωσικών ποσοτήτων αερίου μέχρι και την Ουκρανία, έως φυσικά τον Κάθετο Διάδρομο που προωθούν επτά χώρες: οι Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Μολδαβία, Ουκρανία και Σλοβακία, μαζί με την Gastrade και την ICGB.
Είναι χαρακτηριστικό είναι ότι στη δεσμευτική φάση του market test για την επαύξηση και αναβάθμιση του ελληνικού συστήματος φυσικού αερίου που είχε προκηρύξει ο ΔΕΣΦΑ, το ενδιαφέρον από πλευράς χρηστών ήταν πολύ χαμηλό.
Στον αντίποδα βέβαια, κάποιος θα πει ότι με δεδομένες τις τελευταίες εξελίξεις και την έντονη κινητικότητα από πλευράς Τουρκίας προς την κατεύθυνση της εισαγωγής ακόμα μεγαλύτερων ποσοτήτων ρωσικού αερίου στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, καθίσταται επιτακτική η αναγκαιότητα να προχωρήσει ο Κάθετος Διάδρομος. Η αναγκαιότητά του επισημάνθηκε στη συνάντηση της ομάδας εργασίας για το project που έγινε στη Θεσσαλονίκη, στο περιθώριο της ΔΕΘ.
Ανανεώθηκε, δε, το «ραντεβού» για την επόμενη σύνοδο του CESEC (υπουργική διάσκεψη των χωρών της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης), που αναμένεται να λάβει χώρα στα τέλη Οκτωβρίου στη Βουδαπέστη. Τότε, θα έχει γίνει γνωστό και το όνομα του νέου επιτρόπου Ενέργειας της Κομισιόν και πιθανώς να υπάρχει μεγαλύτερη ορατότητα για τις νέες προτεραιότητες των Βρυξελλών στο πεδίο της ενέργειας.