Τελικά δεν είναι η ιδέα μας. Οι τιμές βασικών τυποποιημένων προϊόντων στην Ελλάδα είναι μακράν υψηλότερες απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Ψαλίδα που ανοίγει ακόμη περισσότερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι χώρες με τις οποίες συγκρινόμαστε έχουν πολύ υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα. Άλλωστε η διάβρωση της αγοραστικής δύναμης είναι ιδιαίτερα έντονη για τις χώρες με χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα όπως η Ελλάδα, η οποία σε όρους ισοδυναμίας αγοραστικών δυνάμεων (PPP) είναι μια από τις φωχότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Ας πάρουμε για παράδειγμα το ανθρακούχο νερό. Η τιμή στο συγκεκριμένο προϊόν, σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι 129% υψηλότερη στην Ελλάδα απ’ ό,τι στον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Κατά 100% είναι υψηλότερη η τιμή στις χαρτοπετσέτες, 60% στις μαργαρίνες, 56% στο γάλα μακράς διαρκείας (UHT), 54% στο βούτυρο, 50% στον αλεσμένο καφέ, 17% στον στιγμιαίο καφέ, 15% στα αναψυκτικά και τα δημητριακά, 25% στο χαρτί υγείας και 16% στην οδοντόκρεμα.
Η μελέτη (σ.σ. έχει βασιστεί στα αποτελέσματα των Dixon et al., 2023), που αναλύει τις διαφορές των τιμών σε 41 κατηγορίες επώνυμων τυποποιημένων προϊόντων σουπερμάρκετ, σε 10 χώρες της ζώνης του ευρώ και βρίσκουν ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά των προμηθευτών, η συγκέντρωση της λιανικής αγοράς, τα τοπικά κόστη -όπως μισθοί και ενοίκια- και οι συνήθειες των καταναλωτών εξηγούν σημαντικό μέρος, περίπου 40%, των διαφορών στις τιμές επώνυμων προϊόντων από χώρα σε χώρα, διαπιστώνει ότι η Ελλάδα και η Ιρλανδία κατατάσσονται στις ακριβότερες χώρες, ενώ η Ισπανία και η Γερμανία στις φθηνότερες. Επίσης στα αποτελέσματα των Dixon et al. γίνεται αναφορά στις σημαντικές διαφοροποιήσεις τιμών από χώρα σε χώρα για το ίδιο προϊόν (π.χ. Coca-Cola ή μαλακτικό ρούχων Lenor).
Κατά µέσο όρο, η Ελλάδα είναι ακριβότερη σε σύγκριση µε τον µέσο όρο της Ευρωζώνης κατά 10% σε 41 κατηγορίες επώνυµων τυποποιηµένων προϊόντων. Υπάρχει, βεβαίως, βελτίωση σε σύγκριση µε το 2011, όταν ήταν 19% ακριβότερη. Πάντως η Ιρλανδία, που είναι μεταξύ των ακριβότερων χωρών, µείωσε τη διαφορά από 26% που ήταν το 2011 σε 2% το 2023. Κάτω από τον µέσο όρο παραµένουν χώρες όπως η Γαλλία (93%) και η Γερµανία (98%). Ωστόσο η Γερμανία και η Ισπανία, οι οποίες συγκαταλέγονταν στις φθηνότερες χώρες, έχουν πλέον μειώσει τη σχετική διαφορά τους από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και έχουν ακριβύνει σε σχετικούς όρους, σε σύγκριση με το 2011.
Αν λειτουργούσε ο ανταγωνισμός...
Σε ό,τι αφορά ειδικά την Ελλάδα, τείνει, κατά μέσο όρο, να χαρακτηρίζεται από υψηλότερο μερίδιο των επώνυμων προϊόντων με ηγετική θέση στην αγορά και από χαμηλή διείσδυση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη μονοπωλιακή ισχύ του παραγωγού και μικρότερο ανταγωνισμό στην αγορά των παραγωγών. Για πολλά προϊόντα, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, η ένταση κατανάλωσης είναι χαμηλότερη και οι καταναλωτές αγοράζουν μικρότερες συσκευασίες. Όσον αφορά τη συγκέντρωση των λιανεμπόρων, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλότερη τοπική συγκέντρωση ως προς τον καταναλωτή και χαμηλότερη συγκέντρωση ως προς τον παραγωγό. Και οι δύο αυτοί παράγοντες συνεπάγονται υψηλότερες τιμές. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι δύο παράγοντες, τότε, σύμφωνα με την έρευνα, οι τιμές των περισσότερων αγαθών που εξετάζονται θα μπορούσαν να είναι σημαντικά χαμηλότερες, με τη διαφορά να μειώνεται κατά έως και 48 ποσοστιαίες μονάδες.
Πάντως από την έρευνα προκύπτει επίσης ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια από τις ακριβότερες χώρες σε ό,τι αφορά τα επώνυμα τυποποιημένα καταναλωτικά αγαθά σουπερμάρκετ υψηλής αναλωσιμότητας (fast-moving consumer goods), ωστόσο έχει γίνει φθηνότερη κατά την τελευταία δεκαετία σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ.
Από την ανάλυση προκύπτει επίσης ότι οι τιμές στην Ελλάδα θα ήταν σημαντικά χαμηλότερες, αν τα χαρακτηριστικά της αγοράς των παραγωγών (προμηθευτών) και της αγοράς λιανικής, καθώς και οι προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού ευθυγραμμίζονταν με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης. Το αποτέλεσμα αυτό ισχύει για τα περισσότερα προϊόντα. Για τα αγαθά στα οποία η Ελλάδα ήταν η πιο ακριβή χώρα, η πτώση των τιμών θα μπορούσε να φθάσει στο 30% κατά μέσο όρο. Σημαντικές μειώσεις θα μπορούσαν επίσης να επιτευχθούν για τα αγαθά με τα υψηλότερα μερίδια στις συνολικές πωλήσεις, τα οποία είναι πιο αντιπροσωπευτικά για το καλάθι του Έλληνα καταναλωτή. Για αυτό το σύνολο αγαθών ειδικότερα, θα μπορούσε να προκύψει μείωση τιμών ίση με 17% κατά μέσο όρο (23% αν εξαιρεθεί το ελαιόλαδο).
Τα αποτελέσματα της μελέτης επιβεβαιώνουν ότι οι οι μειώσεις τιμών μπορούν να φθάνουν έως και το 14% σε περίπτωση που οι συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά των παραγωγών θα συνέκλιναν προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι τομείς στους οποίους θα μπορούσε να δώσει έμφαση η οικονομική πολιτική.
Ειδικότερα, η βελτίωση της δομής της αγοράς λιανικής αφενός μέσω της αύξησης του τοπικού ανταγωνισμού και αφετέρου μέσω της παροχής κινήτρων στους εμπόρους λιανικής για τον σχηματισμό ενώσεων -με σκοπό να αντιμετωπιστεί η ολογοπωλιακή ισχύς των πολυεθνικών παραγωγών- θα μπορούσε να μειώσει σε μεγάλο βαθμό τις παρατηρούμενες διαφορές των τιμών.
Τι συμβαίνει σε 4 πόλεις της Ελλάδας
Εκτός από τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ, υπάρχουν και ποικίλα άλλα είδη που είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές, όπως τα μη επεξεργασμένα είδη διατροφής, οι υπηρεσίες και τα ενοίκια.
Από τη βάση δεδομένων Numbeo (σ.σ. περιέχει πληροφορίες για τις τιμές 55 τυπικών ειδών που αντανακλούν το κόστος διαβίωσης σε πάνω από 11.500 πόλεις παγκοσμίως -4 πόλεις από την Ελλάδα: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο και Λάρισα), προκύπτει ότι κατατάσσονται στην ομάδα των πόλεων με τις χαμηλότερες τιμές για τα μισά περίπου είδη της βάσης δεδομένων.
Τα είδη αυτά είναι κυρίως μη επεξεργασμένα είδη διατροφής (νωπά οπωροκηπευτικά και μη επεξεργασμένο κρέας), όπως ντομάτες, πατάτες, πορτοκάλια, μήλα, βόειο κρέας κ.λπ. Αντίθετα, για το 13% περίπου των ειδών, οι ελληνικές πόλεις συγκαταλέγονται σε εκείνες με τις υψηλότερες τιμές, λ.χ. για προϊόντα σουπερμάρκετ όπως φιάλη κρασί, εγχώρια μπίρα και αβγά, καθώς και σερβιριζόμενος καφές.
Τέλος, για το 30% περίπου των ειδών, οι ελληνικές πόλεις κατατάσσονται στο μέσο του εύρους των τιμών. Αυτό ισχύει για τα είδη ένδυσης, καθώς και για ορισμένα επεξεργασμένα είδη διατροφής όπως φιλέτα κοτόπουλο και εγχώρια τυριά.
*Δείτε ολόκληρη την έκθεση της ΤτE για τις διαφορές τιμών στη ζώνη του ευρώ, στη δεξιά στήλη "Συνοδευτικό Υλικό".