Το λεγόμενο «κενό αποταμίευσης», με άλλα λόγια το έλλειμμα της αποταμίευσης σε σχέση με τις επενδύσεις, αποτυπώνει τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού παραγωγικού υποδείγματος και την υψηλή εξάρτηση της χώρας από εξωτερική χρηματοδότηση, επισημαίνει ο Γιάννης Στουρνάρας σε ομιλία του σε εκδήλωση της Eurobank και του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όπως εξήγησε, καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας 25ετίας, το επίπεδο της αποταμίευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα υπήρξε από τα χαμηλότερα στη ζώνη του ευρώ.
- Τα υψηλά ελλείμματα του δημόσιου τομέα στο παρελθόν επιβάρυναν σημαντικά τα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης.
- Από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών έχει υποχωρήσει σε αρνητικά επίπεδα από το 2011 και εμφανίζει το μεγαλύτερο και μάλιστα διευρυνόμενο χάσμα συγκριτικά με το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης (χαμηλότερο κατά περίπου 10 ποσ.μον. του ΑΕΠ).
- Η αποταμίευση των επιχειρήσεων αν και έχει υποχωρήσει το 2023 (10,3% του ΑΕΠ) σε σχέση με το 2022 (12,6% του ΑΕΠ) παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το μέσο όρο της τριετίας 2017-2019 (8,3% του ΑΕΠ).
Το έλλειμμα αποταμίευσης, ή πιο συγκεκριμένα η ανεπάρκεια των εγχώριων αποταμιεύσεων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, οδηγεί στην προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό και αντανακλάται στα επίμονα υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την τελευταία 20ετία. Αυτό υποδηλώνει ότι η χώρα ξοδεύει πολύ περισσότερα απ’ όσα παράγει, ή με άλλα λόγια, ότι δεν υπάρχουν επαρκείς εγχώριες αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.
Ο Γιάννης Στουρνάρας κατέγραψε τις επιλογές πολιτικής και καταλήγοντας επεσήμανε ότι «ακόμη και αν εφαρμοστούν όλες μαζί με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα και αποφασιστικότητα, η αποταμίευση των νοικοκυριών αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά».
«Δεδομένου όμως ότι η Ελλάδα είναι μια ανοικτή οικονομία, έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την απόκλιση αποταμιεύσεων-επενδύσεων, μεταξύ άλλων, με εισροή κεφαλαίων μέσω επενδύσεων χαρτοφυλακίου και ξένων άμεσων επενδύσεων. Στο βαθμό που τα εγχώρια περιουσιακά στοιχεία σε υλικό και άυλο κεφάλαιο (π.χ. ιδιωτικές επιχειρήσεις, δημόσια περιουσία κ.λπ.) αποτελούν ελκυστικές επενδυτικές ευκαιρίες και προσφέρουν καλές αποδόσεις, η χρηματοδότηση της οικονομίας θα συνεχιστεί απρόσκοπτα».
«Συνεπώς, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα, παράλληλα με συνθήκες πολιτικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, θα υποβοηθήσει την εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Τα κεφάλαια αυτά, εφόσον αφορούν ξένες άμεσες επενδύσεις και κατευθύνονται σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, θα μπορούν όχι μόνο να χρηματοδοτήσουν την απόκλιση εγχώριων αποταμιεύσεων-επενδύσεων, αλλά και να υποβοηθήσουν στην αναβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και στη διάχυση νέων τεχνολογιών και μορφών οργάνωσης της παραγωγής με θετικές μεσομακροπρόθεσμες επιδράσεις στην ελληνική οικονομία».
* Δείτε όλη την ομιλία στη στήλη Συνοδευτικό Υλικό.