Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) των ευρωπαϊκών τραπεζών παρέμεινε ανθεκτικός το 2023, αν και οι μετρήσεις σε ορισμένες χώρες άρχισαν να παρουσιάζουν κάποια επιδείνωση και συγκεκριμένα στη Γερμανία, επισημαίνει σε σχόλιό της η Morningstar DBRS.
Οι τράπεζες στην Ελλάδα παρουσίασαν τη μεγαλύτερη βελτίωση στους δείκτες NPL το 2023, συνεχίζοντας την τάση που καταγράφεται τα προηγούμενα χρόνια, επισημαίνει ο οίκος.
Ο δείκτης NPL των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε κατά 233 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο, στο 5,7%, στα τέλη του 2023, εμφανίζοντας σημαντική βελτίωση από το 8% στα τέλη του 2022. Ωστόσο, διατηρούν τους υψηλότερους δείκτες κόκκινων δανείων μεταξύ του δείγματος που εξετάζει η DBRS.
Οι τράπεζες σε άλλες χώρες που είχαν παραδοσιακά υψηλά NPL (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία) συνέχισαν να μειώνουν τα κόκκινα δάνεια, αν και αναμένουμε ότι ο ρυθμός των μειώσεων θα επιβραδυνθεί ή θα σταματήσει το 2024, επισημαίνει ο οίκος.
«Ο πλήρης αντίκτυπος της αύξησης των επιτοκίων δεν έχει μεταφερθεί πλήρως στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών και η άποψή μας είναι ότι το ανθεκτικό οικονομικό περιβάλλον και τα επίπεδα ανεργίας θα πρέπει να συνεχίσουν να αποτρέπουν την κλιμάκωση των προβλημάτων ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων στις ευρωπαϊκές τράπεζες», δήλωσε η Μαρία Ρίβας, υψηλόβαθμο στέλεχος του οίκου.
«Συνεχίζουμε να αναμένουμε κάποια επιδείνωση του δείκτη NPL σε ορισμένες τράπεζες, ιδίως σε σχέση με ορισμένους τομείς που βρίσκονται υπό πίεση, όπως τα εμπορικά ακίνητα και οι ιδιωτικές πιστώσεις και ταυτόχρονα, θεωρούμε ότι ο ρυθμός μείωσης που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια σε ορισμένες τράπεζες είναι απίθανο να διατηρηθεί το 2024», επισημαίνει.
Σταθερό το κόστος ρίσκου
Το κόστος ρίσκου των ευρωπαϊκών τραπεζών παρέμεινε σταθερό, χωρίς μεγάλη επιδείνωση το 2022 και το πρώτο εξάμηνο του 2023, τονίζει ο οίκος. Η ταχεία αύξηση των επιτοκίων από τα τέλη του 2021 δεν έχει ακόμη την επίπτωση που αναμενόταν αρχικά στην ποιότητα ενεργητικού των τραπεζών.
Ωστόσο, καταγράφεται κάποια επιδείνωση για ορισμένες τράπεζες που, αν και δεν είναι σημαντική, θα μπορούσε να συνεχιστεί τα επόμενα τρίμηνα, οδηγώντας σε υψηλότερες προβλέψεις, σημειώνει η DBRS.