Το σχέδιο της κυβέρνησης για τον πλήρη εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας με κύριο πυλώνα την τόνωση των επενδύσεων, παρουσίασε ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας, χθες, στο καθιερωμένο Πρωτοχρονιάτικο δείπνο του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, το οποίο έλαβε χώρα με ιδιαίτερη λαμπρότητα λόγω και του γεγονότος ότι το Επιμελητήριο κλείνει φέτος 100 χρόνια από την ίδρυση του.
Ειδικότερα, ο κ. Κωστής Χατζηδάκης, αφού προέβλεψε ότι φέτος θα καταγραφεί αύξηση 15% στις επενδύσεις, στάθηκε στην προσπάθεια που καταβάλλεται για τη στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων, επισημαίνοντας την απλοποίηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος ώστε να ενισχυθεί η ελκυστικότητα της Ελλάδος ως επενδυτικός προορισμός, την περαιτέρω εξυγίανση και ενίσχυση της ευρωστίας του τραπεζικού συστήματος και την αντιμετώπιση ορισμένων ενδημικών, όπως είπε, αδυναμιών του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Χαρακτηριστικά ανέφερε τον μεγάλο αριθμό μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα, προσθέτοντας ότι «φέτος θα φέρουμε προς ψήφιση ένα νέο πλαίσιο φορολογικών κινήτρων και επιδοτήσεων για τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων και την ενθάρρυνση της καινοτομίας».
Όσον αφορά τις δημόσιες επενδύσεις, ο Υπουργός σημείωσε ότι το 2024 προβλέπεται συνολικά να δαπανηθούν μέσω του ΠΔΕ, συμπεριλαμβανομένου του Ταμείου Ανάκαμψης, πόροι συνολικού ύψους 12,167 δισ. ευρώ, ενώ, όπως ανέφερε, έως τα μέσα του έτους η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε μια σημαντική μεταρρύθμιση για το εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αποσκοπώντας στη συγκεντρωτική καταγραφή, αναθεώρηση, και όπου κριθεί σκόπιμο, διαγραφή διατάξεων - πολλές εκ των οποίων έχουν ηλικία πενήντα ετών.
Ο κ. Κ. Χατζηδάκης διευκρίνισε επίσης ότι, θα αναληφθούν πρωτοβουλίες για την αποτελεσματικότερη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, μέσω παραχωρήσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ενώ χαρακτήρισε ως τη σημαντικότερη μεταρρύθμιση και ένα νέο ξεκίνημα για το Υπερταμείο τη δημιουργία του Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου, «το οποίο θα κινητροδοτεί αναπτυξιακές πρωτοβουλίες σε τομείς προστιθέμενης αξίας και τον εκσυγχρονισμό των θυγατρικών του, ώστε να λειτουργούν σαν μικρές ΔΕΗ, με κανόνες αποτελεσματικότητας και προσφοράς προς το Δημόσιο και το κοινωνικό σύνολο».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο Υπουργός αναφερόμενος στο επενδυτικό ενδιαφέρον των Γερμανών για την ελληνική οικονομία, εκτίμησε ότι η θετική πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας, όπως και η ταχεία υλοποίηση ενός γενναίου μεταρρυθμιστικού προγράμματος θα φέρουν πιο κοντά στην Ελλάδα τις γερμανικές επιχειρήσεις. Ειδικότερα τόνισε ότι: «η Γερμανία ήταν πάντα - και παρέμεινε ακόμα και στο απόγειο της κρίσης - ένας από τους σημαντικότερους εμπορικούς και επενδυτικούς εταίρους της Ελλάδας. Οι γερμανικές επιχειρήσεις αποτελούν μια σημαντική πηγή δημιουργίας πλούτου και απασχόλησης για την ελληνική οικονομία και δεν θα λείπουν από την προσπάθεια ανακατεύθυνσης της ελληνικής οικονομίας προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο ταχείας, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης».
Στο μεταξύ, ο Υπουργός αφού παρουσίασε το επιτυχημένο -όπως χαρακτήρισε- πρόγραμμα της κυβέρνησης στο οικονομικό πεδίο, σχολίασε τη χθεσινή έκδοση του νέου δεκαετούς ομολόγου, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι, «πριν από μερικά χρόνια κανείς δεν μας δάνειζε και για αυτό μπήκαμε στα μνημόνια. Τώρα στόχος μας ήταν να δανειστούμε 4 δισ. ευρώ και οι προσφορές έφτασαν τα 35 δισ. ευρώ. Ήταν το μεγαλύτερο ποσό έκδοσης δεκαετούς ομολόγου μετά το 2010, με το μεγαλύτερο βιβλίο προσφορών και με το επιτόκιο να κλείνει γύρω στο 3,5%, χαμηλότερα από τα επιτόκια μεγάλων χωρών» ανέφερε.
Τέλος, σχολιάζοντας τους δημοσιονομικούς στόχους για το 2024, προέβλεψε την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 2,1% και την περαιτέρω αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους με μία μείωση που θα φτάσει τις 8 ποσοστιαίες μονάδες, σημειώνοντας με έμφαση ότι η δημοσιονομική πειθαρχεία είναι αδιαπραγμάτευτη. «Όχι γιατί μας το επιβάλλει κάποιος τρίτος, αλλά γιατί αποτελεί προϋπόθεση για οτιδήποτε άλλο, είπε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει ότι η χώρα δεν μπορεί να ζει πάνω από τις δυνατότητές της. Ότι κανείς δεν θα έρθει να επενδύσει σε μια οικονομία που τα δημόσια οικονομικά της στηρίζονται σε πήλινα πόδια. Και ότι οι αγορές μας παρακολουθούν στενά και θα αντιδράσουν άμεσα αν αντιληφθούν παρεκκλίσεις από τη δημοσιονομική σοβαρότητα και επιστροφή σε πολιτικές «δώστα όλα». Γι’ αυτό και όπως επεσήμανε «δεν θα δημαγωγήσουμε, δεν θα θέσουμε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας. Δεν θέλω και δεν θέλουμε να βάλουμε την υπογραφή μας σε προσωρινά ευχάριστες αποφάσεις που θα γυρίσουν όμως την χώρα προς τα πίσω. Αυτό δεν θα ήταν ωφέλιμο, αλλά επικίνδυνη πολιτική» πρόσθεσε.
Ο Πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, κ. Βασίλειος Γούναρης, στον εναρκτήριο χαιρετισμό του, αναφέρθηκε στο κλείσιμο φέτος 100 χρόνων από την ίδρυση του Επιμελητηρίου, επισημαίνοντας ότι «στις 10 αυτές δεκαετίες ο φορέας επέδειξε σημαντικότατο έργο, το οποίο ξεκίνησε το 1924 όταν, ακόμα, η Ελλάδα επιχειρούσε τα πρώτα οργανωμένα βήματά της στο χώρο το επιχειρείν και της οικονομίας, κυρίως εκτός των συνόρων της. Σήμερα, οι σχέσεις που έχουν αναπτύξει οι δύο χώρες στην οικονομία είναι στρατηγικές, διαχρονικές, κρίνοντας από τον τομέα των επενδύσεων». Όπως εξήγησε, το 2022 τα συνολικά κεφάλαια από άμεσες επενδύσεις από τη Γερμανία στην Ελλάδα αυξήθηκαν στα 7,7 δισ. ευρώ, έναντι 7,1 δισ. ευρώ το 2021, με τη ροή των νέων άμεσων επενδύσεων να φθάνει στα 948 εκατ. ευρώ, κατακτώντας το υψηλότερο επίπεδο από το 2010. «Ελλάδα και Γερμανία έχουν μπροστά τους πολλές και σημαντικές ευκαιρίες να εμβαθύνουν και να διευρύνουν περαιτέρω τους επενδυτικούς τους ορίζοντες. Έχουν, βέβαια, και προκλήσεις να αντιμετωπίσουν», τόνισε ο κ. Β. Γούναρης, για να προσθέσει, ωστόσο, ότι «η αξιοποίηση κάθε επενδυτικής ευκαιρίας αποτελεί ένα από τα πλέον σίγουρα μονοπάτια, που οδηγεί σε αξιόπιστες ανταποδοτικές λύσεις. Η Γερμανία αποδεδειγμένα στήριξε, επί δεκαετίες, την ελληνική οικονομία. Είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσει ανάλογα, εντείνοντας την επενδυτική της δράση, εν μέσω κοσμογονικών εξελίξεων, όπως αυτές που καταγράφονται στο χώρο της ενέργειας, καθώς και στις τεχνολογίες, αλλά και εν μέσω γεωπολιτικών ή άλλων κρίσεων, με βασικότερη την κλιματική αλλαγή» σημείωσε ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου.
Ο Πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Andreas Kindl, στο χαιρετισμό του υπογράμμισε, μεταξύ άλλων: «Για εμάς ως Πρεσβεία, το Επιμελητήριο παραμένει ένας από τους βασικούς συνοδοιπόρους μας. Η Πρεσβεία στέκεται στο πλευρό του Επιμελητηρίου, όπως ακριβώς γνωρίζουμε ότι κι εμείς μπορούμε πάντα να βασιστούμε σε αυτό. Μαζί φέτος θα σας καλωσορίσουμε θερμά στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης!»
Ο Διευθυντής International Sustainability Initiative του Γερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου στο Βερολίνο (DIHK), κ. Martin Knapp, τοποθετούμενος στην εκδήλωση, υπογράμμισε την προστιθέμενη αξία των γερμανικών εμπορικών επιμελητηρίων, σημειώνοντας ότι η Γερμανία, μια χώρα με εξαγωγικό προσανατολισμό, δίδει ιδιαίτερη προσοχή στη φερεγγυότητα των οικονομικών σχέσεων και ο επιμελητηριακός θεσμός εστιάζει ταυτόχρονα στην προώθηση των γερμανικών εξαγωγών, καθώς και στις οικονομικές επιδόσεις της χώρας υποδοχής. «Ακόμη και στη δύσκολη περίοδο της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο επέμεινε στο να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της ελληνικής πραγματικής οικονομίας», ανέφερε ο κ. Martin Knapp. Ο ίδιος επέμεινε στο ρόλο του διεθνούς δικτύου διμερών γερμανικών Επιμελητηρίων τονίζοντας με έμφαση ότι «η Wall Street Journal κάποτε αποκάλεσε τα γερμανικά διεθνή εμπορικά επιμελητήρια το “μυστικό όπλο της γερμανικής οικονομίας”. Φυσικά αυτό μας άρεσε, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένας παραλογισμός, γιατί τα Επιμελητήρια δεν αποτελούν μυστικό όπλο. Τα όπλα έχουν σχεδιαστεί για να επιτίθενται σε κάποιους, ενώ οι διμερείς φορείς, έχουν θεσμοθετηθεί για να δημιουργούν, συνεχώς, νέες καταστάσεις win-win».
Από την πλευρά του, ο Γενικός Διευθυντής και Μέλος Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, κατά τη διάρκεια του χαιρετισμού του παρουσίασε ένα πολυτελές, δίγλωσσο, λεύκωμα, με τίτλο «ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ Ελληνογερμανικών Οικονομικών Σχέσεων», το οποίο εκδόθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση του φορέα, εστιάζοντας, μεταξύ άλλων, στην εκατονταετή ιστορία του Επιμελητηρίου και στις οικονομικές σχέσεις Ελλάδας – Γερμανίας όπως αυτές εξελίχθηκαν από το 1924 έως σήμερα. Αναφερόμενος στην επόμενη ημέρα του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου υπογράμμισε ότι «η παρούσα διοίκηση και οι επόμενες θα επιμείνουν σε ένα περισσότερο σύγχρονο προφίλ λειτουργιών και υπηρεσιών, γνωρίζοντας τη σημασία της αλληλεγγύης, των ισχυρών συμμαχιών, των κοινών στόχων και οραμάτων, για έναν κόσμο διαρκώς εξελισσόμενο, με καθαρούς οικονομικούς ορίζοντες και μακρόπνοα αναπτυξιακά σχέδια. Για μια ευρωπαϊκή, για μια παγκόσμια κοινωνία, βασισμένη στην ισότητα, την ισονομία, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία και την κοινωνική συνοχή».