Απαντήσεις με δύο σαφώς διαφορετικές αναγνώσεις έδωσε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, στο πλαίσιο της χθεσινής συνέντευξης τύπου που παραχώρησε προς τους δημοσιογράφους, εστιάζοντας από τη μια πλευρά σε ένα μίγμα από θετικές εξελίξεις και από την άλλη, σε μια σειρά απειλών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην ελληνική όσο και στην ευρωπαϊκή οικονομία γενικότερα.
Από τη μια πλευρά αναφέρθηκε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία, στην εισροή μεγάλου ύψους κοινοτικών κονδυλίων, στην πολύ καλή πορεία του τουρισμού και στον διπλασιασμό των επενδύσεων και των εξαγωγών στη βιομηχανία, σε σχέση με το ιστορικό χαμηλό της προηγούμενης δεκαετίας.
Από την άλλη πλευρά όμως, έγινε σαφής αναφορά σε μεγάλες προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε όπως η απώλεια ανταγωνιστικότητας που παρατηρείται εδώ και χρόνια στην Ευρώπη, η ανάγκη για όσο το δυνατόν ταχύτερη πράσινη μετάβαση της οικονομίας, η απαιτούμενη προσαρμογή των επιχειρήσεων στη νέα ψηφιοποιημένη εποχή, οι δυσκολίες εύρεσης εργατικού δυναμικού, οι τσουχτερές φορολογικές-ασφαλιστικές επιβαρύνσεις στα μεσαία στελέχη της βιομηχανίας, καθώς και τα γνωστά διαρθρωτικά ζητήματα της χώρας, όπως π.χ. η γραφειοκρατία, η βραδύτητα απονομής δικαιοσύνης, η φοροδιαφυγή, κ.λπ.
«Η Ελλάδα βρίσκεται στον ασυνήθιστο ρόλο να αποτελεί νησίδα σταθερότητας και προοπτικής, με τον μέλλον να προβλέπεται ευνοϊκό για τα επόμενα 3-4 χρόνια. Η χώρα είναι έτοιμη να κάνει το άλμα, αρκεί να επιταχύνουν τις αλλαγές, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και η δημόσια διοίκηση. Θα πρέπει να ξεβολευτούμε όλοι», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, συμπληρώνοντας πως πρέπει να αλλάξουμε το παραγωγικό μοντέλο, ώστε να πετύχουμε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Επιβάλλεται να ξεβολευτούμε όλοι και χρειάζεται συνεργασία μεταξύ κράτους και επιχειρήσεων, μεταξύ επιχειρήσεων και κοινωνίας.
Ειδικότερα, ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, έδωσε -μεταξύ άλλων- το στίγμα των θέσεων του ΣΕΒ σε επτά καυτά ζητήματα που αφορούν την ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Διαρθρωτικές αλλαγές: Γίνονται προσπάθειες από την πλευρά της κυβέρνησης, υπάρχει πρόοδος, η Ελλάδα είναι περισσότερο φιλική προς την επιχειρηματικότητα σε σχέση με το παρελθόν, αλλά απαιτούνται περισσότερο γενναίες τομές.
Πού οφείλεται η ανάπτυξη: Η Ελλάδα έχει ξεφύγει από την κρίση, έχει αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης στο εξωτερικό (επηρεάζονται οι επενδύσεις), εισρέουν σημαντικά κοινοτικά κονδύλια στη χώρα, ο τουρισμός έχει αναπτυχθεί σημαντικά, ενώ στη βιομηχανία έχουν διπλασιαστεί οι επενδύσεις και οι εξαγωγές σε σχέση με το χαμηλότερο σημείο τους.
Αυξήσεις μισθών: Θέλουμε να αυξηθούν και δεν θα πρέπει να κοιτάζουμε μόνο το επίπεδο των βασικών μισθών. Οι υψηλότεροι μισθοί δεν νομοθετούνται, αλλά παράγονται. Οι αυξήσεις μισθών θα πρέπει να συμβαδίζουν με την παραγωγικότητα, έτσι ώστε να είναι διατηρήσιμες. Όσο πιο αποτελεσματικά δουλεύει η οικονομία, όσο η βιομηχανία ενδυναμώνεται (μισθοί υψηλότεροι του μέσου όρου), όσο περισσότερο αναπτύσσονται οι δεξιότητες των εργαζομένων και ενσωματώνονται οι νέες τεχνολογίες, τόσο μεγαλύτερες θα είναι και οι αποδοχές των εργαζομένων.
Διεθνής ανταγωνιστικότητα: Η Ευρώπη καταγράφει απώλειες κατά τα τελευταία χρόνια σε όρους ανταγωνιστικότητας. Χώρες όπως οι ΗΠΑ, αλλά και ευρωπαϊκές που έχουν δημοσιονομικό χώρο (π.χ. η Γερμανία και η Γαλλία) στηρίζουν τις βιομηχανίες τους, σε αντίθεση με άλλες χώρες -όπως η Ελλάδα- που δεν έχουν τέτοια περιθώρια. Αυτό όμως έχει επιπτώσεις.
Ενεργειακή μετάβαση: Η αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου ωφελεί την Ελλάδα μακροπρόθεσμα, καθώς όχι μόνο αποκτά αυτονομία, αλλά ενδέχεται και να μετατραπεί σε εξαγωγική χώρα. Ωστόσο, μεσολαβεί μια επώδυνη μεταβατική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να μη χάσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Χρειαζόμαστε πολλές επενδύσεις σε μονάδες ΑΠΕ και σε υποδομές, καθώς και μια αγορά ενέργειας περισσότερο αποτελεσματική και ανταγωνιστική. Όσο πιο γρήγορα γίνει η πράσινη μετάβαση, τόσο το καλύτερο. Ο σχετικός διάλογος δεν γίνεται σε καλό επίπεδο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Έλλειψη προσωπικού: Το φαινόμενο είναι διεθνές αλλά εντονότερο στην Ελλάδα. Οι εταιρείες δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό, παρά το γεγονός ότι η ανεργία κυμαίνεται κοντά στο 10%. Πριν απευθυνθούμε σε μετανάστες, θα πρέπει να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς (π.χ. κινήσεις για μεγαλύτερη ενσωμάτωση γυναικών και νέων ατόμων στην αγορά εργασίας, απασχόληση ηλικιωμένων, κ.λπ.). Ωστόσο, το δημογραφικό πρόβλημα για τα επόμενα χρόνια θα είναι αμείλικτο. Θα πρέπει να υπάρξει διάλογος στην κοινωνία για το αν θέλουμε μετανάστες και, αν ναι, τι είδους μετανάστες θέλουμε. Οι συζητήσεις αυτές δεν είναι εύκολες, όπως άλλωστε έχει φανεί και στην Ευρώπη.
Ειδικά για τις επιχειρήσεις, ο συνδυασμός φορολόγησης και ασφαλιστικών εισφορών δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό την προσέλκυση μεσαίων στελεχών (αποτελούν τη ραχοκοκαλιά μιας βιομηχανίας), αρκετά εκ των οποίων κατευθύνονται στο εξωτερικό, απολαμβάνοντας αποδοχές αλλού υψηλότερες και αλλού αφορολόγητες.
Ιδιωτικά ή δημόσια πανεπιστήμια: Σημασία έχει η εκπαίδευση να είναι παραγωγική, είτε είναι δημόσια είτε όχι. Θέλουμε ιδιωτική παρουσία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θέλουμε αναβαθμισμένη την τριτοβάθμια δημόσια εκπαίδευση, θέλουμε, τέλος, καλύτερη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Θα πρέπει όλοι μαζί ως κοινωνία να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε.