Η BofA πιστεύει ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι της Ευρωζώνης, οι εκτιμήσεις της, ωστόσο, κινούνται πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο του consensus και των επίσημων φορέων.
Ο αμερικανικός οίκος υπερθεματίζει για τη θετική δυναμική των επενδύσεων, την πιο ήπια μετακύλιση των αυξήσεων των επιτοκίων και τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική εξυγίανση, ενώ διατηρεί επιφυλακτικότητα για τους εξωγενείς κινδύνους που μπορούν να πλήξουν την εγχώρια οικονομία.
Οι τρεις παράγοντες που κάνουν τη διαφορά είναι οι ακόλουθοι:
- Η θετική δυναμική για τις επενδύσεις, μετά από χρόνια έλλειψη επενδύσεων και μέσω της πλήρους απορρόφησης των κονδυλίων της ΕΕ.
- Πιο μετριοπαθή μετακύλιση των αυξήσεων των επιτοκίων, δεδομένης της ειδικής για τη χώρα δομής του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΣΑΑ) και του εγχώριου χρέους.
- Η δημοσιονομική εξυγίανση και η δέσμευση για συνέχιση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Όσον αφορά τα επιτόκια, καθώς τα μακροοικονομικά και τεχνικά θεμελιώδη μεγέθη παραμένουν εποικοδομητικά, θεωρεί ότι η δίκαιη αποτίμηση στο spread του ελληνικού ομολόγου έναντι του γερμανικού θα μπορούσε να κινείται κάπου μεταξύ Ισπανίας και Πορτογαλίας και αναμένει σύσφιξη στα spread κατά 30 μονάδες βάσης.
H BofA περιμένει ήπια ανάπτυξη στην ελληνική οικονομία, της τάξεως του 1,1% φέτος και 1,7% το 2025. Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης τοποθετούνται σε 0,4% και 1,1% αντίστοιχα, οπότε διατηρεί την άποψη ότι η Ελλάδα θα υπεραποδώσει έναντι του μέσου όρου εντός της διετίας 2024-2025, αλλά παραμένει κάτω από τον μέσο όρο των εκτιμήσεων των αναλυτών που κυμαίνονται σε 1,5% και 2,3%, αντίστοιχα.
«H δημοσιονομική σύνεση και η δέσμευση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θεωρούμε ότι διευκολύνεται από την τρέχουσα φάση πολιτικής σταθερότητας μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2023 και από την ενίσχυση του κλίματος μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της αξιολόγησης σε επενδυτική βαθμίδα από την S&P και τη Fitch το φθινόπωρο του 2023», εξηγεί η τράπεζα.
Η πιο εποικοδομητική άποψη υιοθετείται για τις δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας. «Ενώ ο συνδυασμός της εξασθένησης της ανάπτυξης και της υψηλότερης επιβάρυνσης από τόκους περιπλέκει τα δημοσιονομικά ζητήματα, ένα φαινόμενο χιονοστιβάδας θα εξακολουθήσει να μειώνει τον δείκτη χρέους το 2024-2025. Η αργή μετακύλιση των επιτοκίων αντανακλά τη μακρά μέση διάρκεια του χρέους (κοντά στα 20 έτη) και τη δομή του ελληνικού δημόσιου χρέους. Επιπλέον, τα τελευταία δημοσιονομικά σχέδια αποκαλύπτουν τη δέσμευση για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2023 και μετά. Αυτό θα πρέπει να εγγυάται μια σταθερή πτωτική πορεία του λόγου χρέους προς ΑΕΠ εντός του ορίζοντα προβλέψεων. Αναμένουμε ότι ο δείκτης θα μειωθεί σημαντικά από 172,6% του ΑΕΠ το 2022 σε 161,5% το 2023, 155,2% το 2024 και 152,9% το 2025 ή μείωση 54 ποσοστιαίες μονάδες από τα υψηλά επίπεδα του 2020», προβλέπει η BofA.
«Το 2023, το πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,1% του ΑΕΠ αντανακλά τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων για την ενεργειακή κρίση και τα καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά έσοδα (παρά τις έκτακτες δαπάνες που σχετίζονται με τις φυσικές καταστροφές το καλοκαίρι).
Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω φέτος, στο 2,1% του ΑΕΠ, υποβοηθούμενο από την καλύτερη είσπραξη φόρων από την τρέχουσα μεταρρύθμιση των ηλεκτρονικών πληρωμών. Οι επίσημοι στόχοι για το συνολικό έλλειμμα ορίζονται στο 2,1% και 1% το 2023-2024», συνεχίζει η BofA.
«Οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα και οι συντηρητικές παραδοχές για τις δαπάνες στο δημοσιονομικό σχέδιο στέλνουν ένα μήνυμα για τη συνεχή δέσμευση της Ελλάδας στη δημοσιονομική εξυγίανση, πιστεύουμε. Αυτό ήταν επίσης ένα από τα επιχειρήματα για την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα αξιολόγησης από την S&P και τη Fitch. Πιστεύουμε ότι οι αναβαθμίσεις της αξιολόγησης θα εδραιώσουν, με τη σειρά τους, τη δέσμευση της κυβέρνησης για εξυγίανση και μεταρρυθμιστική δυναμική στο εγγύς μέλλον. Η ξεκάθαρη πλειοψηφία στις εκλογές του 2023 θα πρέπει επίσης να εγγυηθεί την πολιτική σταθερότητα και τη συνέχεια της πολιτικής. Συνολικά, διατηρούμε την άποψη ότι οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τα δημόσια οικονομικά είναι περιορισμένοι», καταλήγει ο οίκος.