Η απόφαση του Ομοσπονδιακού δικαστηρίου της Γερμανίας, που έκρινε ως αντισυνταγματική την κίνηση της κυβέρνησης να διοχετεύσει στο Ταμείο για το Κλίμα και τον Μετασχηματισμό και στο Ταμείο για τη Σταθεροποίηση της Οικονομίας, κονδύλια που προορίζονταν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας προκαλεί αλυσιδωτές επιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη.
Το πολυαναμενόμενο έκτακτο Ecofin στα τέλη του Νοέμβρη που θα άνοιγε τον δρόμο για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας δεν υπήρξε και τώρα μπαίνουμε στην εβδομάδα του κανονικού Ecofin του Δεκεμβρίου, την Παρασκευή, χωρίς συμφωνία για την αναγκαία αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων. Έτσι επιστρέφουμε στις «προβλέψεις» ορισμένων αναλυτών ότι αν τελικά υπάρξει συμφωνία, αυτό θα γίνει στο… παρά ένα της λήξης της διορίας, που είναι τέλος Δεκεμβρίου.
Γνωρίζουμε πολύ καλά πλέον τα στρατόπεδα και τις διαφορές Βορείων-Νοτίων, καθώς και το τι ζητάει η κάθε πλευρά. Αυτά, όμως, πριν την κυβερνητική κρίση στη Γερμανία, την αμφισβήτηση του καγκελαρίου Ολαφ Σολτς και τη σημαντική δημοσκοπική άνοδο του ακροδεξιού κόμματος.
Οι εξελίξεις αυτές αναμένεται να ανασκευάσουν τη γερμανική θέση στη συζήτηση για την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ. Ο Ολαφ Σολτς, μετά την απόφαση του δικαστηρίου, δήλωσε στη Βουλή ότι η κυβέρνησή του είναι πλέον αντιμέτωπη με μια μαύρη τρύπα 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά δεσμεύθηκε ότι «το κράτος θα συνεχίσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του».
Την Παρασκευή, κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στη γερμανική Βουλή, ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ (του κόμματος FDP) διαβεβαίωσε ότι το «φρένο χρέους» θα τεθεί και πάλι σε ισχύ για το 2024, μετά την έκτακτη άρση του για το τρέχον έτος, η οποία αποφασίστηκε προκειμένου να καλυφθεί η δημοσιονομική «τρύπα».
Η διαβεβαίωση αυτή δημιουργεί αυτομάτως μια «τρύπα» ύψους 17 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εντός του συνασπισμού υπάρχει διαφωνία για το πώς θα καλυφθεί, με κάποιους να επιμένουν ότι πρέπει να υπάρξει νέα άρση στο φρένο χρέους και άλλους, συμπεριλαμβανομένου και του Λίντνερ, να «δείχνουν» νέα μέτρα λιτότητας.
Υπενθυμίζεται ότι η Γερμανία ανακοίνωσε ότι το δημόσιο χρέος θα περιοριστεί το 2024 στο 64% του ΑΕΠ, από το 69% που ήταν το 2021.
Εν μέσω της κυβερνητικής κρίσης, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το γερμανικό ακροδεξιό κόμμα να ξεπερνά το 20% στην πρόθεση ψήφου, κάνοντας τις αποφάσεις για τη δημοσιονομική πολιτική ακόμα πιο δύσκολες.
Παράλληλα, δεν βοηθά ούτε το γεγονός ότι εντός της κυβέρνησης, όπως χαρακτηριστικά έγραψε γερμανική εφημερίδα, υπάρχουν ουσιαστικά τρεις υπουργοί Οικονομικών. Η Süddeutsche Zeitung σχολίασε χθες ότι: «Κατά βάση ο κυβερνητικός συνασπισμός δεν έχει έναν υπουργό Οικονομικών αλλά τρεις. Ο πρώτος, ο Ολαφ Σολτς, κατείχε παλαιότερα το αξίωμα, ο δεύτερος, ο Κρίστιαν Λίντνερ, ο τωρινός υπουργός Οικονομικών και ο τρίτος, ο Ρόμπερντ Χάμπεκ, που θα ήθελε να το έχει αναλάβει ο ίδιος».
«Το πρόβλημα είναι ότι οι τρεις άνδρες δεν θέλουν τα ίδια πράγματα. Πολύ διαφορετικές είναι οι δημοσιονομικές αρχές τους, οι αντιλήψεις για το ποια είναι η ενδεδειγμένη δημοσιονομική γραμμή με οικονομικά και πολιτικά κριτήρια. Ως τώρα γεφύρωναν τις διαφορές τους με σκιώδεις προϋπολογισμούς, κάτι που είναι πλέον αδύνατο, μετά την εξοντωτική απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Για τον κυβερνητικό συνασπισμό αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αιτία διάλυσης, ακόμη και πριν από τις επόμενες εκλογές», καταλήγει η εφημερίδα.
Η αναμονή της Κομισιόν και η συμβιβαστική πρόταση
Ανώτατη πηγή της Κομισιόν, με γνώση των διαπραγματεύσεων ανέφερε στο Euro2day.gr ότι είναι πλέον αδύνατο να αποσαφηνίσει κανείς την τελική στάση της Γερμανίας στο θέμα της αλλαγής των κανόνων του Συμφώνου.
«Ανάλογα με την τάση που θα επικρατήσει εντός της γερμανικής κυβέρνησης, θα διαμορφωθεί και η στάση για τους κανόνες. Ίσως δούμε εκπλήξεις, εάν επικρατήσει η γραμμή του καγκελάριου Σολτς ή θα παραμείνει σκληρή, εάν επικρατήσει η γραμμή Λίντνερ», ανέφερε η πηγή, η οποία δεν απέκλεισε έκτακτο Ecofin στο τέλος του Δεκέμβρη.
«Σε περίπτωση που ούτε σε αυτό το Ecofin βρούμε κοινή γραμμή, θα φθάσουμε στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής των ηγετών στα μέσα του μήνα για να δώσουν πολιτική απόφαση και μετά ένα έκτακτο Ecofin για επικύρωση».
Εάν η μπάλα πεταχτεί στην εξέδρα των ηγετών, αυτό μάλλον συμφέρει τις χώρες που επιθυμούν ένα «soft landing», όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Γαλλία και η Πορτογαλία.
Αυτό που δίνει ώθηση στις χώρες του Νότου είναι το γεγονός ότι οι εξελίξεις στη Γερμανία δείχνουν στο Βερολίνο ότι είναι στον ίδιο παρονομαστή με αυτές. Και ότι θα πρέπει η Γερμανία να βάλει νερό στο κρασί της και να δεχθεί πιο χαλαρούς δημοσιονομικούς κανόνες στην αποκλιμάκωση του χρέους.
H συζήτηση για τη μεταρρύθμιση δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τους στόχους της ΕΕ για μέγιστο δημόσιο χρέος 60% του ΑΕΠ και μέγιστο ετήσιο έλλειμμα 3% του ΑΕΠ, αλλά το πόσο γρήγορα πρέπει οι χώρες να τους επιτύχουν.
Στο επίκεντρο της συμβιβαστικής πρότασης βρίσκεται η ιδέα του λεγόμενου «soft landing» για τη μείωση των επιπέδων χρέους προς το επίπεδο του 60%, σε αντίθεση με τους υφιστάμενους κανόνες που υποχρεώνουν τις υπερχρεωμένες χώρες να μειώνουν το 1/20 του υπερβολικού χρέους τους ετησίως.
Επίσης, η συμβιβαστική πρόταση που παραμένει στο τραπέζι αναφέρει ότι για κάθε χώρα θα υπάρχουν διμερή συμβόλαια που θα καθορίζουν τις λεγόμενες «καθαρές δαπάνες» της χώρας, περιορίζοντάς τες με τέτοιο τρόπο ώστε τα επίπεδα του χρέους να αρχίσουν να μειώνονται το αργότερο μετά από μια λεγόμενη «περίοδο προσαρμογής» τεσσάρων έως επτά ετών.
Οι «καθαρές δαπάνες» περιλαμβάνουν όλες τις δημόσιες δαπάνες χωρίς πληρωμές τόκων ή κυκλικά επιδόματα ανεργίας, ενώ αφήνεται επίσης η δυνατότητα χρηματοδότησης πρόσθετων δαπανών μέσω αυξήσεων φόρων.
Σε αυτή τη δικλίδα, η Ελλάδα καθώς και οι χώρες του Νότου επιθυμούν μια σειρά εξαιρέσεων που αφορούν στις αμυντικές δαπάνες, καθώς και δαπάνες για πράσινες επενδύσεις και ψηφιοποίηση.
Η Γερμανία, μέχρι και το τελευταίο Ecofin του Νοεμβρίου, μαζί με μια ομάδα 12 σκληροπυρηνικών κρατών, επιμένει σε αριθμητικούς στόχους που θα ισχύουν για όλες τις χώρες.
Η συμβιβαστική πρόταση της ισπανικής προεδρίας της ΕΕ ανέφερε ότι οι χώρες με ετήσιο έλλειμμα άνω του 3% θα πρέπει να μειώσουν τις δαπάνες τους κατά τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ ετησίως, έως ότου επιτευχθεί το όριο του 3% και ότι ο στόχος αυτός δεν θα αλλάξει σε περίπτωση ξαφνικής πτώσης του ΑΕΠ.
Επιπλέον, λέει η πρόταση, οι νέοι κανόνες θα πρέπει να περιλαμβάνουν μια ελάχιστη ετήσια μείωση του χρέους που θα ισχύει για όλες τις χώρες με επίπεδα χρέους άνω του 60%, χωρίς όμως να προσδιορίζεται το μέγεθος.
Αυτός ο «μαγικός» αριθμός είναι που θα κρίνει και τις αποφάσεις για την αλλαγή των κανόνων. Σε περίπτωση που δεν βρεθεί λύση μέχρι το τέλος του έτους, τότε η ΕΕ θα ξαναγυρίσει στους παλιούς σφικτούς δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου και στη δραστική προσαρμογή του χρέους που στραγγάλισαν οικονομίες όπως της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας κατά την κρίση των μνημονίων.