Βασισμένη στις ισχυρές αντοχές που επιδεικνύει η ελληνική οικονομία κατά το τελευταίο φετινό τρίμηνο, η πλειονότητα των εγχώριων επιχειρήσεων προχωρά σε μάλλον αισιόδοξους προϋπολογισμούς για το 2024, χωρίς φυσικά να απουσιάζουν και τα εναλλακτικά σενάρια δράσης για την επόμενη χρόνια, σε περίπτωση που κάτι «στραβώσει» στο ευρύτερο περιβάλλον.
Ήδη το δημοσίευμα της προηγούμενης εβδομάδας στο Euro2day.gr με τίτλο «Εισηγμένες: Τέσσερις λόγοι αισιοδοξίας για το δ’ τρίμηνο» επιβεβαιώνεται από το πρόσφατο ρεπορτάζ των επιχειρήσεων.
Ενδεικτική είναι η δήλωση του Βασίλη Φουρλή (προέδρου του ομίλου Fourlis) για διψήφιο ποσοστό αύξησης πωλήσεων τον Νοέμβριο, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και τον επόμενο μήνα.
Από την πλευρά του, ο Απόστολος Γεωργαντζής, διευθύνων σύμβουλος της Quest Holdings, ανέφερε στο conference call προς τους αναλυτές σε ό,τι αφορά την εμπορική δραστηριότητα του ομίλου πως μετά τον αρνητικό επηρεασμό της ζήτησης του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου, λόγω των φυσικών καταστροφών σε Ρόδο, Έβρο και Θεσσαλία, η αγορά ανέκαμψε τον Οκτώβριο και οι πωλήσεις χονδρικής στο πλαίσιο της Black Friday του Νοεμβρίου εξελίχθηκαν αρκετά ικανοποιητικά.
Ο όμιλος Sarantis εκτιμά ότι στο σύνολο της φετινής χρονιάς θα επιβεβαιώσει τους στόχους που είχε θέσει για το 2023, ενώ οι εγχώριες πωλήσεις της Jumbo τον Οκτώβριο αυξήθηκαν κατά 4% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περυσινό μήνα (+17% στο δεκάμηνο) παρά το γεγονός ότι δύο καταστήματά της στη Θεσσαλία (σε Λάρισα και Καρδίτσα) παρέμειναν κλειστά λόγω των καταστροφών του Σεπτεμβρίου.
«Το επιχειρηματικό κλίμα αυτή την περίοδο δείχνει να είναι ζεστό. Πέρυσι τέτοια εποχή αγωνιούσαμε για το αν θα έχουμε ενεργειακή επάρκεια και για το αν οι βιομηχανίες θα συνεχίσουν να δουλεύουν. Σήμερα, όχι μόνο δεν τίθεται θέμα ενεργειακής επάρκειας αλλά και οι τιμές σε φυσικό αέριο, πετρέλαιο και μέταλλα βρίσκονται σε σαφώς χαμηλότερα επίπεδα. Αλλά ακόμη και σε σύγκριση με το φετινό καλοκαίρι, τα πράγματα είναι καλύτερα. Μετά τις πλημμύρες στη Θεσσαλία, το κλίμα στην αγορά είχε παγώσει, με την κατανάλωση να επηρεάζεται αρνητικά και πολλούς να φοβούνται σοβαρές επιπτώσεις στο ΑΕΠ και στα δημοσιονομικά της χώρας. Τίποτε από αυτά δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη», υποστηρίζει οικονομικός διευθυντής εισηγμένης εταιρείας, συνεχίζοντας: «Ο εισερχόμενος τουρισμός συνέχισε να μας εκπλήσσει θετικά ακόμη και μέσα στον Νοέμβριο, ενώ οι φόβοι για έντονες αναταράξεις λόγω των γεγονότων στη Μέση Ανατολή δεν έχουν επιβεβαιωθεί, τουλάχιστον μέχρι τώρα».
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το κυβερνητικό επιτελείο επιμένει να προβλέπει μια αύξηση του ΑΕΠ γύρω στο 2,3% με 2,4% (έναντι αρχικού στόχο στο 1,8%), με παράγοντες ωστόσο της αγοράς να θεωρούν ως αρκετά πιθανό το σενάριο να δούμε τελικά τη σχετική επίδοση να «τσιμπάει κάτι παραπάνω» (ίσως στο +2,7%).
Συγκρατημένη αισιοδοξία
Με βάση αυτά τα δεδομένα, οι επιχειρήσεις βρίσκονται αυτή την περίοδο στο τελικό στάδιο της οριστικοποίησης των προϋπολογισμών και των στόχων τους για το 2024, με τις περισσότερες εξ αυτών -με βάση το ρεπορτάζ- να θέτουν μεν υψηλότερα τον πήχη, έχοντας ωστόσο καταρτίσει και εναλλακτικό ή εναλλακτικούς προϋπολογισμούς για την περίπτωση που κάποια αξιοσημείωτη εξέλιξη λάβει χώρα στο ευρύτερο -και ιδιαίτερα ευμετάβλητο- περιβάλλον.
Περισσότερο συγκρατημένες στις εκτιμήσεις τους είναι οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται έντονα στον τομέα των εξαγωγών (ιδιαίτερα στην Ευρώπη, που αναμένεται να διάγει μια ακόμη χρονιά οικονομικής δυσπραγίας), όσο και εκείνες που προσφέρουν καταναλωτικά προϊόντα υψηλής ελαστικότητας (επιπτώσεις από την επίδραση του πληθωρισμού στα διαθέσιμα εισοδήματα των νοικοκυριών, αλλά και από τα αυξημένα επιτόκια χορηγήσεων).
Ακόμη όμως και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα στελέχη των επιχειρήσεων θεωρούν πως δεν θα αντιμετωπίσουν κάτι το καταστροφικό: «Βλέπουμε μεν από τη μια πλευρά τον πληθωρισμό να δείχνει τα δόντια του, αλλά από την άλλη πλευρά οι επιπτώσεις του περιορίζονται από τις αυξήσεις μισθών, από τις κυβερνητικές ενισχύσεις, αλλά και από τη μείωση της ανεργίας. Οι αποταμιεύσεις των ελληνικών νοικοκυριών στο τέλος του 2023 θα είναι υψηλότερες σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, προσφέροντας ένα μαξιλάρι στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς», αναφέρει οικονομικός διευθυντής εισηγμένης εταιρείας.
Γενικότερα, ο προϋπολογισμός προβλέπει για το 2024 αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,9%, με στήριγμα τις επενδύσεις (βλέπε ανεκτέλεστα υπόλοιπα έργων κατασκευαστικών ομίλων), την οικοδομή (ο όμιλος Τιτάν βλέπει νέα εγχώρια άνοδο της ζήτησης για τσιμέντο), αλλά και κλάδους όπως η πληροφορική (π.χ. η Unisystems έχει υλοποιήσει μέχρι τώρα κύκλο εργασιών από έργα του Ταμείου Ανάκαμψης μόλις 2-4 εκατ. ευρώ, όταν το τρέχον σχετικό υπόλοιπο των υπογεγραμμένων συμβάσεών της -μόνο από κονδύλια του RRF- κυμαίνεται γύρω στα 100 εκατ. ευρώ).