Προσδοκίες για δραστικές παρεμβάσεις στην Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) δημιούργησε η παραδοχή της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας ότι επανεξετάζεται το μέτρο, παρότι ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου έσπευσε να διευκρινίσει ότι οι όποιες αλλαγές θα έχουν «ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα».
Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για ένα μέτρο που τέθηκε σε ισχύ το 2010, με τους εκπροσώπους των συνταξιούχων να εκτιμούν πως τα έσοδα στον «κουμπαρά» έχουν φθάσει τα επίπεδα των 9 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι η ΕΑΣ αφορά περισσότερους από 750.000 συνταξιούχους, οι οποίοι αναμένεται να αυξηθούν από την 1.1.2024 και μετά, καθώς κάποιοι θα αλλάξουν κλιμάκιο λόγω των αυξήσεων (3,1%) που έχει προγραμματιστεί να δοθούν στις συντάξεις.
Η ΕΑΣ βρέθηκε στο επίκεντρο της προεκλογικής περιόδου, καθώς στους κόλπους του κυβερνητικού επιτελείου κυριαρχεί η άποψη ότι η εισφορά που επιβλήθηκε στις συντάξεις άνω των 1.400 ευρώ από το 2010 χρήζει δικαιότερης αντιμετώπισης. Όμως, οι δημοσιονομικές συνθήκες δεν συνηγορούν υπέρ της σημαντικής μείωσης της ΕΑΣ. Να σημειωθεί άλλωστε ότι κάθε χρόνο εκτιμάται ότι υψηλοσυνταξιούχοι και ΕΦΚΑ εισφέρουν στον «κουμπαρά» αλληλεγγύης των γενεών (ΑΚΑΓΕ) περισσότερα από 700 εκατ. ευρώ, μέσω αυτής της εισφοράς.
Στόχος είναι η δημιουργία και διατήρηση ενός κεφαλαίου που θα βοηθήσει σε δύσκολες εποχές στην προστασία των συνταξιοδοτικών παροχών. Εκτιμάται δε ότι στο ΑΚΑΓΕ, τον «κουμπαρά» αλληλεγγύης των γενεών, έχουν πλέον σωρευτεί κεφάλαια ύψους 12-14 δισ. ευρώ.
Μόνο από την εισφορά αλληλεγγύης στις κύριες συντάξεις εισέρχονται ετησίως πάνω από 600 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 300 εκατ. ευρώ είναι απευθείας από τις «τσέπες» των συνταξιούχων, ενώ άλλα τουλάχιστον 300 εκατ. εισφέρει ο ΕΦΚΑ. Να σημειωθεί ότι και από την αντίστοιχη εισφορά στις επικουρικές προστίθενται περί τα 120 εκατ. ευρώ ετησίως. Πρόκειται για σημαντικό ποσό, το οποίο δεν «αντέχει» να καλύψει ετησίως ο προϋπολογισμός.
Έτσι, οι συζητήσεις περιορίζονται στην εφαρμογή μιας «δικαιότερης» κλίμακας, παρότι οι συνταξιούχοι και οι εκπρόσωποί τους ζητούν την κατάργησή της. Ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου, κατά την παρουσίαση του μίνι ασφαλιστικού, ξεκαθάρισε πως όποια συζήτηση γίνεται -και γίνεται, όπως επιβεβαίωσε- θα αφορά μια πιο δίκαιη κλιμάκωση των ποσοστών, με ουδέτερο όμως δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Αναλυτικά, η εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων που θεσπίστηκε από το 2010 είναι η μόνη μνημονιακή κράτηση που διατηρήθηκε και μετά την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου. Ανέρχεται στις μεν κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν μηνιαίως τα 1.400 ευρώ από 3% έως 14%, στις δε επικουρικές που υπερβαίνουν τα 300 ευρώ από 3% έως 10%, ανάλογα με το ύψος της σύνταξης. Έτσι, λοιπόν, η εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται τόσο στις προ νόμου Κατρούγκαλου απονεμηθείσες συντάξεις που έχουν επανυπολογισθεί, όσο και σε αυτές που χορηγήθηκαν με τον νέο υπολογισμό.
Το εάν η ΕΑΣ είναι συνταγματική ή όχι, κρίθηκε τόσο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, που την έκρινε συνταγματικά ανεκτή, όσο και από το Ελεγκτικό Συνέδριο, που έκρινε αντισυνταγματική την επιβολή της για τα έτη 2017 και 2018, συνταγματικά επιτρεπτή δε για το μέλλον, από το 2019 και μετά δηλαδή.
Μάλιστα, κατά της επιβολής της εισφοράς έχουν ασκηθεί και εκκρεμούν πολλές δικαστικές προσφυγές, όχι μόνο αναφορικά με τη συνταγματικότητα της επιβολής της, αλλά και κατά του τρόπου που υπολογίζεται στις συντάξεις. Και αυτό γιατί όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί, τελικά, το ύψος της ΕΑΣ «αλλοιώνει» εκ του αποτελέσματος την ανταποδοτικότητα εισφορών - καταβαλλόμενων συντάξεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλές περιπτώσεις η από 1.1.2023 χορηγηθείσα αύξηση κατά 7,75% των συντάξεων, παρότι δεν υπήρχε θετική προσωπική διαφορά, δεν κατέληξε σε αντίστοιχη ωφέλεια. Μία από τις αιτίες αυτού είναι η εισφορά αλληλεγγύης, δεδομένου ότι η αύξηση αναιρέθηκε από την αύξηση του ποσοστού κράτησης της εισφοράς. Και πράγματι έχει διαπιστωθεί ότι πολλοί συνταξιούχοι, που ξεπέρασαν τα 1.400 ευρώ με την αύξηση 7,75%, κατέληξαν να πάρουν μικρότερο ποσό στην τσέπη, καθώς ένα μέρος της σύνταξης υπόκειται σε κράτηση ΕΑΣ.
Για παράδειγμα, ένας συνταξιούχος που έπαιρνε 1.390 ευρώ και με το 7,75% παίρνει 1.497 ευρώ, μπορεί από την αύξηση να κέρδισε 107 ευρώ στα μεικτά, όμως, λόγω της κράτησης 3%, η αύξηση περιορίζεται στα 62 ευρώ.