H αμερικανική επενδυτική τράπεζα Bank of America (BofA) ήρθε επίσκεψη στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου μαζί με επενδυτές και συναντήθηκε με κυβερνητικούς αξιωματούχους, την ΤτE, το χρηματιστήριο, τις τράπεζες, καθώς και άλλους εκπροσώπους του ιδιωτικού τομέα.
Tα βασικά συμπεράσματα από το ταξίδι των επενδυτών στην Ελλάδα και τις μελλοντικές προοπτικές είναι ότι η οικονομία συνέχισε να υπεραποδίδει σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, με ανάπτυξη πάνω από τις προβλέψεις.
«Αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ταχύτερα από την υπόλοιπη Ευρωζώνη, με τους κινδύνους να εξακολουθούν να δείχνουν για υψηλότερα. Μια μακροχρόνια καθυστερημένη ανάκαμψη από την προ-πανδημική κρίση, σε μια οικονομία λιγότερο ευαίσθητη στα υψηλά επιτόκια, μετά τη μαζική απομόχλευση κατά την προηγούμενη δεκαετία, η πολιτική σταθερότητα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι ισχυρές επιδόσεις στον τουρισμό ειδικότερα, συνέβαλαν στην υπεραπόδοση.
Ως αποτέλεσμα, τα έσοδα συνέχισαν επίσης να υπεραποδίδουν, επιτρέποντας στην κυβέρνηση με τη σειρά της να υπεραποδώσει εύκολα στους δημοσιονομικούς στόχους. Με την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ να υπερβαίνει κατά πολύ τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, η κυβέρνηση κατάφερε να επιστρέψει σε δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα πέρυσι, με το ισοζύγιο να αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνεται φέτος και το επόμενο έτος.
Αυτό συμβαίνει παρά τις σημαντικές νέες δαπάνες από απροσδόκητους, σοβαρούς κλυδωνισμούς, συμπεριλαμβανομένης της απότομης αύξησης των τιμών της ενέργειας πέρυσι και των φυσικών καταστροφών από πυρκαγιές και πλημμύρες σε αρκετές περιοχές φέτος», εξηγεί η BofA.
«Η πολιτική σταθερότητα έχει διατηρηθεί και η κυβέρνηση είναι ισχυρή μετά την πρόσφατη εκλογική της νίκη. Το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας τα πήγε πολύ καλύτερα από ό,τι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι παραμένει δημοφιλές. Το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, εξέλεξε νέο ηγέτη μετά τις εκλογές και σχεδιάζει ένα συνέδριο σύντομα για να καθορίσει την πορεία του», συνεχίζει η BofA.
«Στον ορίζοντα των προβλέψεών μας για το 2023-2025, βλέπουμε την Ελλάδα να αναπτύσσεται σημαντικά πάνω από τη ζώνη του ευρώ κάθε χρόνο. Η δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών και, ιδίως, η πολυαναμενόμενη επενδυτική ανάκαμψη θα παραμείνουν οι κύριοι μοχλοί. Ως αποτέλεσμα της πολυετούς υποεπένδυσης, η Ελλάδα έχει περιθώριο να αξιοποιήσει τη χρηματοδότηση της ΕΕ και να καλύψει τη διαφορά. Δεν βλέπουμε σημαντικούς δημοσιονομικούς κινδύνους στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Το μεγάλο ερώτημα παραμένει αν η Ελλάδα θα καταφέρει να οικοδομήσει μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα και ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης», επισημαίνει η τράπεζα.
Οι εκτιμήσεις για την οικονομία και τα ελληνικά ομόλογα
Η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με την Ευρωζώνη είναι η νέα κανονικότητα για την Ελλάδα, με ανάπτυξη πάνω από τις εκτιμήσεις του consensus και τις κυβερνητικές προβλέψεις. Το α’ εξάμηνο, η Ελλάδα συνέχισε να αναπτύσσεται με σταθερό ρυθμό και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ανήλθε σε 1,3% τριμηνιαίως κατά το β’ τρίμηνο.
Η τράπεζα εκτιμά ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα είναι κατά μέσο όρο 2,1% φέτος, 1% το επόμενο έτος και 1,7% το 2025. Αυτό σημαίνει ότι στον ορίζοντα των προβλέψεών της για το 2023-2025, η Ελλάδα αναπτύσσεται σημαντικά πάνω από τους ετήσιους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ κάθε χρόνο.
Οι τιμές των ελληνικών ομολόγων είναι πλούσιες για καλούς λόγους. Τα ελληνικά ομόλογα είναι διαπραγματεύσιμα «πλουσιοπάροχα» σε σχέση με την πιστοληπτική τους διαβάθμιση και τους ομολόγους τους, υποδεικνύοντας ότι οι επενδυτές ήδη προεξοφλούν τα θετικά μακροοικονομικά μεγέθη και τη δυνατότητα για σημαντικές επενδυτικές ροές από μη κατοίκους, μόλις η χώρα αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας.
«Ενθαρρυμένοι από τη μειωμένη ευαισθησία στις παγκόσμιες διακυμάνσεις των κινδύνων on/off, πιστεύουμε ότι υπάρχουν περισσότερα περιθώρια για υπεραπόδοση των ελληνικών ομολόγων. Το Υπουργείο Οικονομικών μπορεί να διατηρήσει την έκδοση καιροσκοπικά, συγχρονίζοντας τα γεγονότα προσφοράς γύρω από περιόδους ισχυρής ζήτησης.
Το PEPP της ΕΚΤ και τα έως και 16 δισ. ευρώ ιδιωτικών ροών από την επανεξισορρόπηση των δεικτών ομολόγων το επόμενο έτος μπορεί να είναι υποστηρικτικά για την ελληνική καμπύλη των αποδόσεων. Η χαμηλή ζήτηση από τις εγχώριες τράπεζες και τα επακόλουθα της αποπληρωμής των εργαλείων TLTRO είναι πιθανότατα ο κύριος προβλέψιμος κίνδυνος βραχυπρόθεσμα, ιδίως για τις χαμηλότερες διάρκειες», εξηγεί η BofA.
Οι βραχυπρόθεσμες θετικές προοπτικές και οι μεσοπρόθεσμες προκλήσεις της οικονομίας
Αν και η ελληνική οικονομία απολαμβάνει θετική δυναμική και κάποια υγιή αναπλήρωση μετά τα χρόνια της κρίσης, η BofA διατηρεί την άποψη ότι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μακροπρόθεσμα αποτελεί τεράστια πρόκληση. Η έλλειψη μιας συνεπούς μεταρρυθμιστικής πορείας και ευνοϊκών εξωτερικών συνθηκών μάς κάνει να αμφιβάλλουμε ότι μια υψηλότερη αναπτυξιακή τροχιά (και μια σταθερή δημοσιονομική προοπτική) μπορούν να διατηρηθούν», επισημαίνει η BofA.
«Από την άλλη, τα στοιχεία των ελληνικών ερευνών εξακολουθούν να μας δίνουν μια σχετικά θετική εικόνα. Το οικονομικό κλίμα και η δυναμική του έχει σαφώς αποκλίνει θετικά από την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ. Μετά από χρόνια σχετικής υποαπόδοσης, οι Έλληνες καταναλωτές και οι επιχειρήσεις έχουν σαφώς στραφεί περισσότερο θετικά για τις τρέχουσες και αναμενόμενες οικονομικές συνθήκες», εξηγεί η BofA.
Παρά τους σημαντικούς αντίθετους ανέμους από ακραία φυσικά φαινόμενα (π.χ. εκτεταμένες πυρκαγιές και καταστροφικές πλημμύρες) και τις υψηλότερες τιμές, η τουριστική περίοδος του 2023 είναι σε γενικές γραμμές θετική για την Ελλάδα. Εξετάζοντας ορισμένους από τους πιο συνηθισμένους δείκτες παρακολούθησης, η τουριστική δραστηριότητα θα μπορούσε να έχει ξεπεράσει σημαντικά τα προ-Covid επίπεδα.
«Ενώ ο εισερχόμενος τουρισμός είναι (και θα παραμείνει) "κλειδί" για την ελληνική οικονομία, η πρόσφατη οικονομική υπεραπόδοση δεν συνδέεται μόνο με αυτό. Το άλλο κύριο συστατικό της ελληνικής ανάκαμψης είναι οι επενδύσεις. Κατά τη διάρκεια των επώδυνων ετών μετά την κρίση του ελληνικού δημοσίου, η Ελλάδα συσσώρευσε ένα βαθύ και επίμονο επενδυτικό χάσμα έναντι της υπόλοιπης ζώνης του ευρώ. Από το 2021-2022, η τάση αυτή έχει αντιστραφεί χάρη και στην ώθηση της χρηματοδότησης της ΕΕ στο πλαίσιο του NGEU και ορισμένων εσωτερικών μεταρρυθμίσεων.