Η άνοδος του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου τις τελευταίες εβδομάδες, σε άλλες περιπτώσεις θα είχε σημάνει συναγερμό. Χθες, το ελληνικό δημόσιο δανείστηκε για 3 μήνες, μέσω δημοπρασίας εντόκων γραμματίων 812,5 εκατ. ευρώ με 3,90%. Ένα χρόνο νωρίτερα, η απόδοση στην αντίστοιχη δημοπρασία ήταν 1,79% και εάν ανατρέξουμε δύο χρόνια νωρίτερα, η απόδοση ήταν -0,4%. Απόδοση σε τρίμηνο έντοκο της τάξης του 3,9% βρίσκουμε για πρώτη φορά πίσω στον χρόνο τον Δεκέμβριο του 2013, στην καρδιά των μνημονίων.
Τις τελευταίες ημέρες, σε παγκόσμιο επίπεδο εξελίσσεται ένα μαζικό ξεπούλημα ομολόγων, το οποίο έχει στείλει τις αποδόσεις του δεκαετούς αμερικανικού τίτλου στο 4,8%, με το γερμανικό Bund να ξεπερνά το 3%, το ελληνικό δεκαετές στο 4,4% και το ιταλικό στο 4,95%. Τα περιβόητα spreads, δε, έναντι του γερμανικού τίτλου ήταν χθες στις 143 μονάδες βάσης για την Ελλάδα και στις 198 μονάδες για την Ιταλία.
Σε αυτό το σκηνικό, η Ελλάδα συγκαταλέγεται σε ένα μικρό κλαμπ χωρών της ευρωζώνης που έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί με προσοχή τις εξελίξεις, χωρίς να τρομάζει. Το ελληνικό χρέος βρίσκεται σε όρους κεντρικής διοίκησης σε ποσοστό 76% στα χέρια του επίσημου τομέα με μακρά περίοδο ωρίμανσης και χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης, προστατεύει από την άνοδο του κόστους αναχρηματοδότησης, ενώ υπάρχει πάντα η δέσμευση των θεσμών πως το 2032, εφόσον η Ελλάδα τηρεί τις δεσμεύσεις της, όπως κάνει, εφόσον χρειαστεί, θα εξετάσει το ενδεχόμενο νέας παρέμβασης.
Το 2024, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους σχεδιάζει εκδόσεις της τάξεως των 5-7 δισ. ευρώ. Αυτό το γεγονός από μόνο του αποτελεί παράγοντα σχετικής ψυχραιμίας, σε αντιδιαστολή με χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, οι οποίες θα πρέπει να αναζητήσουν στις αγορές κεφάλαια της τάξεως των 300-500 δισ. ευρώ. Οι περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες υποστηρίζονται άλλωστε από ταμειακά διαθέσιμα, τα οποία στο τέλος του έτους και μετά την πρόωρη αποπληρωμή διμερών δανείων GLF θα βρίσκονται χαμηλότερα από τα 30 αλλά υψηλότερα από τα 25 δισ. ευρώ. Σε ένα σενάριο «πυρηνικής καταστροφής» στην αγορά ομολόγων, θα υπήρχε η (δυνητική) δυνατότητα πλήρους απραξίας, χωρίς να σημαίνει πως τα απόνερα της διεθνούς αναταραχής σε όρους ύφεσης θα αφήσουν την ελληνική οικονομία στο απυρόβλητο.
Για όλους αυτούς τους λόγους (και για άλλους που συνδέονται με κινήσεις διαχείρισης και αντιστάθμισης κινδύνου), στο ΥΠΕΘΟ και στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών παρακολουθούνται με ψυχραιμία.
Ενδεικτικό είναι πως, σύμφωνα με στοιχεία τα οποία ενσωματώνονται στο προσχέδιο προϋπολογισμού, οι δαπάνες τόκων προ swap από 7,450 δισ. ευρώ φέτος αναμένεται να φτάσουν το 2024 στα 7,7 δισ. ευρώ, αλλά μετά τα swap οι δαπάνες τόκων από 6,5 δισ. ευρώ φέτος θα υποχωρήσουν του χρόνου σε 6,350 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με το προσχέδιο προϋπολογισμού, η στόχευση της δανειακής στρατηγικής το 2024 θα είναι η διασφάλιση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται από τη συμμετοχή της χώρας στο PEPP, καθ’ όλη τη διάρκειά του, ήτοι την 31η.12.2024, που επέρχεται και η λήξη της περιόδου επανεπένδυσης, η περαιτέρω παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητας με διατήρηση κατά το δυνατόν της ήδη εκτεταμένης φυσικής ωρίμανσής τους, η μείωση των περιθωρίων δανεισμού του δημοσίου, καθώς και η περαιτέρω διασφάλιση της συνέπειας του ελληνικού δημοσίου ως κρατικού εκδότη με χαρακτηριστικά χώρας της ευρωζώνης.
Ταυτόχρονα θα επιχειρηθεί η αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται στο βραχυχρόνιο τμήμα της ευρωπαϊκής καμπύλης σε περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, αξιοποιώντας στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις υφιστάμενες θέσεις και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού χαρτοφυλακίου δημόσιου χρέους. Αναλόγως των συνθηκών των αγορών, κατά το νέο έτος θα επιχειρηθεί και έκδοση ελληνικών κρατικών χρεογράφων με προσανατολισμό των δανειακών τους προσόδων στην «πράσινη» και «βιώσιμη» ανάπτυξη, με στόχο την επέκταση της επενδυτικής βάσης και τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στις διεθνείς αγορές, μετά όμως την ανάλωση πόρων που έχουν ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.