Τη δυναμική του έναντι του ανταγωνισμού διατηρεί ο ελληνικός τουρισμός με «όπλο» την υψηλή αεροπορική κίνηση, η οποία καλλιεργεί προσδοκίες για υπέρβαση των τουριστικών μεγεθών του 2019.
Ειδικότερα, το πρώτο δίμηνο του φετινού καλοκαιριού, τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο (σ.σ.: ο οποίος είναι ένας από τους δύο μήνες υψηλής ζήτησης) η Ελλάδα σημείωσε αύξηση 10% σε επίπεδο διεθνών πτήσεων έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2019, όταν η αντίστοιχη μέση άνοδος για τις χώρες της Μεσογείου διαμορφώθηκε στο 2%.
Η Τουρκία και η Αλβανία αναδεικνύονται ως οι δύο βασικές ανταγωνίστριες της Ελλάδας σε επίπεδο τουρισμού, με την αύξηση που καταγράφουν οι δύο χώρες ως προς τις πτήσεις για το δίμηνο Ιουνίου - Ιουλίου να διαμορφώνεται στο 9% και 81% έναντι του 2019. Ακολουθεί η Πορτογαλία με άνοδο σε επίπεδο πτήσεων σε ποσοστό 7% και έπονται Μαυροβούνιο στο 6%, Κύπρος στο 4% και Μάλτα στο 3%, σύμφωνα με τα στοιχεία του νέου τεύχους της σειράς μελετών συγκυρίας «Τάσεις του επιχειρείν» της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ.
Οι ανεξάρτητοι
Παρόμοια εικόνα είναι και η εικόνα από τις κρατήσεις ανεξάρτητων τουριστών, όσων δηλαδή επέλεξαν να ταξιδέψουν χωρίς να απευθυνθούν σε τουριστικά πρακτορεία. Η Ελλάδα προσελκύει υψηλό ενδιαφέρον, με άνοδο της ζήτησης σε ποσοστό 10% έναντι του 2019, τη στιγμή που οι λοιπές μεσογειακές χώρες βρίσκονται κατά μέσο όρο κοντά στα προ-πανδημικά τους επίπεδα, με μικρή αύξηση 2% έναντι του 2019.
Ενδεικτικό της δυναμικής του ελληνικού τουρισμού είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα το 12μηνο Μαΐου 2022 - Απριλίου 2023 έχει καταφέρει να διατηρήσει στο ακέραιο το μερίδιο της στα προ-πανδημικά του επίπεδα, δηλαδή στο 13% της μεσογειακής αγοράς. Μάλιστα, δεδομένης της αργής επαναφοράς του οδικού τουρισμού στην κανονικότητα (σχεδόν -30% στο 12μηνο έναντι 2019), η κάθετη ανάκαμψη των αεροπορικών αφίξεων (+6% έναντι 2019) διατηρεί σε υψηλό επίπεδο τις αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα.
Όσον αφορά τις επιδόσεις των βασικών ανταγωνιστριών της Ελλάδας κατά το εξεταζόμενο 12μηνο, η Τουρκία, κυρίως λόγω της ανταγωνιστικής τιμολογιακής πολιτικής που έχει υιοθετήσει, έχει καταφέρει να ενισχύσει το μερίδιό της στη μεσογειακή αγορά κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες, στο 22% από 19% το 2019.
Αντίστοιχα, η Αλβανία, η οποία παραμένει για την ώρα «μικρός» σε ποσοτικούς όρους παίκτης της τουριστικής αγοράς, ξεχωρίζει με ισχυρούς ρυθμούς ανόδου, με το εν λόγω ποσοστό να διαμορφώνεται στο 24% σε σχέση με το 2019.
Μία ποσοστιαία μονάδα απώλεσε η Ισπανία, η οποία από το 33% βρίσκεται στο 32%, με την Ιταλία να αποδυναμώνεται, επίσης, σε μικρό ποσοστό και το μερίδιό της να διαμορφώνεται στο 19% από 20% το 2019.
Σταθερά στο 6% βρίσκεται η Πορτογαλία, η οποία συμπληρώνει την 5άδα (Ελλάδα, Ισπανία, Τουρκία, Ιταλία) των πιο «δυνατών» τουριστικά χωρών της Μεσογείου.
Πάντως, η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος και η Μάλτα, διατηρούν το πλεονέκτημα σε όρους διάρκειας παραμονής έναντι των λοιπών μεσογειακών προορισμών, εν μέρει λόγω υψηλής εξάρτησης από αεροπορικές αφίξεις.
Οι επιδόσεις των ξενοδοχείων
Η ταχύτερη έναρξη της φετινής τουριστικής περιόδου είχε εμφανή αποτελέσματα και στις επιδόσεις των ξενοδοχείων. Είναι ενδεικτικό ότι το τρίμηνο της άνοιξης καταγράφηκε αύξηση σε αποπληθωρισμένους όρους της τάξης του 14% έναντι του 2019, με τις αστικές περιοχές να ξεχωρίζουν.
Συγκεκριμένα, τα ξενοδοχεία των αστικών προορισμών ενίσχυσαν το μερίδιό τους στις πωλήσεις του κλάδου από 38% το 2019 στο 41%. Τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας, η Αττική και η Θεσσαλονίκη, βρέθηκαν στις 2 πρώτες θέσεις από πλευράς επίδοσης προορισμών, καταγράφοντας άνοδο 18% σε σχέση με τα προ πανδημίας νούμερα.
Θετική κρίνεται επίσης η επίδοση των ηπειρωτικών προορισμών, οι οποίοι πέτυχαν πλήρη ανάκαμψη στα προ-πανδημίας επίπεδα. Σε ό,τι αφορά τα νησιά, η εικόνα είναι μεικτή, με το Νότιο Αιγαίο και την Κρήτη να κινούνται σε υψηλές ταχύτητες (της τάξης του +10% σε αποπληθωρισμένους όρους έναντι 2019), τη στιγμή που το Ιόνιο και το Βόρειο Αιγαίο υστερούν σε ποσοστό περίπου 15% σε σχέση με το 2019. Πάντως, σε ένα γενικό πλαίσιο, το μερίδιο των νησιών ως προς τις πωλήσεις των ξενοδοχείων συρρικνώθηκε λίγο, στο 48% από 51% το 2019.