Η JP Morgan επισκέφτηκε την Αθήνα την περασμένη εβδομάδα και συναντήθηκε με τράπεζες, εταιρείες διαχείρισης και εμπειρογνώμονες και συμπέρανε αναφορικά με τον τραπεζικό κλάδο ότι η εξαιρετική εικόνα παραμένει.
«Οι οικονομικοί δείκτες συνεχίζουν να σηματοδοτούν μια σχετικά ζωηρή μακροοικονομική προοπτική για φέτος αλλά και στο μέλλον, η επέκταση των δεικτών αποδοτικότητας RoTE των τραπεζών θα συνεχιστεί με γνώμονα τα ευνοϊκά περιθώρια κέρδους, τη δυναμική των περιθωρίων, την ανθεκτική ζήτηση πιστώσεων, καθώς και τη σταθερή ποιότητα του ενεργητικού», επισημαίνει η JP Morgan.
«Παρά τις σημαντικές αναβαθμίσεις του consensus στα κέρδη ανά μετοχή κατά 46% και 23% φέτος και την επόμενη χρονιά, το θετικό μήνυμα σχετικά με τη δυναμική των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) παραμένει και οδηγεί σε περαιτέρω άνοδο στις εκτιμήσεις των αναλυτών και στις δικές μας εκτιμήσεις, που πιθανόν να ξεκινήσουν από τις ανακοινώσεις για τα αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου», συνεχίζει ο οίκος.
«Το ανοδικό περιθώριο είναι περίπου 20% από τις τρέχουσες τιμές-στόχους και οι συστάσεις overweight, αλλά προτιμάμε την Alpha Βank και την Τράπεζα Πειραιώς. Οι τιμές-στόχοι για τις μετοχές των τραπεζών είναι 2 ευρώ για την Alpha Bank, 3,90 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς, 1,90 ευρώ για τη Eurobank και 7,30 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα. Οι τράπεζες έχoυν κινηθεί με σημαντική άνοδο 70% φέτος, έναντι 12% και 14% για τον ευρωπαϊκό δείκτη SX7P και τις τράπεζες της περιοχής CEEMEA. Οι αποτιμήσεις είναι στις 0,65 φορές σε όρους τιμής προς ενσώματη λογιστική αξία το 2024 και 6 φορές τα καθαρά κέρδη», υπολογίζει η JPM.
Οι τράπεζες είναι αισιόδοξες για την επαναφορά των μερισμάτων, αλλά είναι προσεκτικές στην καθοδήγησή τους. Η διανομή κεφαλαίου αποτέλεσε σαφές επίκεντρο των συζητήσεων και ενώ οι τράπεζες ακούστηκαν αισιόδοξες για τις προοπτικές καταβολής μερισμάτων από το 2023 και μετά, τα μηνύματα σχετικά με τους δείκτες διανομής ήταν σχετικά προσεκτικά, δεδομένης της ρυθμιστικής διαδικασίας. Με τους δείκτες μη εξυπηρετούμενης έκθεσης να πλησιάζουν τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και τα επίπεδα κεφαλαίου να φαίνονται υγιή και πολύ πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις, οι πληρωμές μερισμάτων και σε μεταγενέστερο στάδιο οι επαναγορές μετοχών παραμένουν ένα ρεαλιστικό σενάριο για το 2023 και μετά.
Τα βασικά συμπεράσματα από τις συναντήσεις (Aegean Airlines, Alpha Βank, Ελληνικά Χρηματιστήρια, Τράπεζα της Ελλάδος, Eurobank, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ΤΧΣ, HELLENiQ ENERGY, Intrum Hellas, Mytilineos, Εθνική Τράπεζα, ΟΠΑΠ και Τράπεζα Πειραιώς) ήταν τα ακόλουθα:
Οι μακροοικονομικές προοπτικές συνεχίζουν να βελτιώνονται: Οι οικονομολόγοι της J.P. Morgan προβλέπουν ανάπτυξη στο 2%-3,5% το 2023 και στο 1,5%-2% το 2024, εμφανώς πάνω από το 0,6%-1% για την Ευρωζώνη. Στις συναντήσεις τονίστηκε ως βασική πρόκληση η μεταρρύθμιση του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας, μετά τις καθυστερήσεις που προκάλεσαν η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει σχετικά υψηλή. Επιπλέον, ενώ το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ είναι πλέον εμφανώς υψηλότερο, είναι σχετικά μη διαφοροποιημένες και χαμηλής πολυπλοκότητας.
Η απορρόφηση των κεφαλαίων RRF συνεχίζεται με καλό ρυθμό και το δανειακό συνολικό κεφάλαιο μπορεί να αυξηθεί: Έχουν εκταμιευθεί στην Ελλάδα κεφάλαια ύψους 11,1 δισ. ευρώ από το συνολικό ποσό των 30,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2026 (17,8 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια). Η κυβέρνηση υπέβαλε πρόσφατα αίτηση για την τρίτη πληρωμή ύψους 1,7 δισ. ευρώ. Επιπλέον, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να αυξήσει τα δάνεια κατά 5 δισ. ευρώ παραπάνω (πέραν των 12,7 δισ. ευρώ), γεγονός που αναμφισβήτητα αναδεικνύει την επιτυχία του προγράμματος και σηματοδοτεί κάποια πρόσθετη ώθηση στην αύξηση των δανείων για τις τράπεζες. Συνολικά, η πρόοδος είναι ενθαρρυντική και οι εκταμιεύσεις θα επιταχυνθούν το δεύτερο εξάμηνο φέτος.
Η δυναμική της αύξησης των δανείων των τραπεζών αναμένεται να βελτιωθεί μετά από ένα σχετικά αδύναμο πρώτο εξάμηνο: Ενώ η αύξηση των δανείων ήταν σχετικά υποτονική μέχρι στιγμής φέτος, οδηγούμενη σε μεγάλο βαθμό από τις αποπληρωμές από επιχειρήσεις πλούσιες σε ρευστότητα, οι στόχοι για τα μεσοπρόθεσμα δάνεια παραμένουν άθικτοι και τα μηνύματα ήταν αισιόδοξα σε όλους τους τομείς με 5%-7% ετησίως, με προσδοκίες ανάπτυξης για τα επόμενα έτη.
Τα υψηλότερα επιτόκια πολιτικής και η υποστηρικτική εξέλιξη του περιθωρίου δανείων-καταθέσεων σημαίνουν ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους είναι πιθανό να κορυφωθούν το τρίτο με τέταρτο τρίμηνο, γεγονός που υποδηλώνει ανοδικό κίνδυνο για τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν 59% ετήσια αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους το α’ τρίμηνο, λόγω της ταχείας μετακύλισης των υψηλότερων επιτοκίων στην πλευρά του ενεργητικού και την ακόμη περιορισμένη ανατιμολόγηση των καταθέσεων, που οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος των αναβαθμίσεων των κερδών ανά μετοχή κατά +46% για φέτος.
Η ανατιμολόγηση των δανείων πραγματοποιείται όπως προβλέπεται με 70%-75% μετακύλιση: Το επιτόκιο για τα νέα επιχειρηματικά δάνεια (έναντι 3M Euribor) έχουν συρρικνωθεί ελαφρώς σε 2,6% από τον Μάιο φέτος, από το 3% κατά μέσο όρο πέρυσι, αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό σταθερά σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2022 και παραμένουν πολύ πάνω από το 1,2% του μέσου όρου για την Ευρωζώνη και το 1,1%/1,4%/2% για την Ισπανία/Ιταλία/Πορτογαλία.
Η ανατιμολόγηση των δανείων πραγματοποιείται σύμφωνα με τις προβλέψεις των τραπεζών με 70%-75% περίπου από τα επιτόκια. Για το μέλλον, οι τράπεζες γενικά αναμένουν κάποια ήπια διάβρωση του περιθωρίου κέρδους στην περιοχή των 10-15 μ.β. ετησίως, λόγω της δυναμικής του ανταγωνισμού και της βελτίωσης του προφίλ πιστωτικού κινδύνου των πελατών.
Το κόστος των καταθέσεων παραμένει χαμηλό και υποστηρίζεται από διαρθρωτικές βάσεις: Το κόστος καταθέσεων άρχισε να αυξάνεται, αλλά παραμένει πολύ κάτω από τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ, αντανακλώντας τα διαρθρωτικά θεμέλια, συμπεριλαμβανομένων των πολύ χαμηλών δεικτών δανείων προς καταθέσεις (LDR) της βαριά καταθετική βάσης στη λιανική τραπεζική, καθώς και την ενοποιημένη δομή της αγοράς. Αυτές οι διαρθρωτικές διαφορές θα διατηρήσουν τις πιέσεις στο κόστος καταθέσεων σχετικά πιο περιορισμένες στην Ελλάδα στο μέλλον.
Λαμβάνοντας υπόψη τις μέχρι τώρα τάσεις, οι προβλέψεις των τραπεζών για φέτος φαίνονται σχετικά συντηρητικές. Η Eurobank, για παράδειγμα, τόνισε ότι η μετακύλιση των καταθέσεων θα πρέπει να είναι κατά μέσο όρο περίπου 50% το δεύτερο εξάμηνο φέτος, για να φτάσει την πρόβλεψή της για 35% pass-through για τη χρονιά. Επιπλέον, η πιο πρόσφατη καθοδήγηση της Alpha βλέπει μέσο όρο pass-through στο 17% για φέτος, υπονοώντας 30% ποσοστό εξόδου το 2023.
Ο νέος σχηματισμός μη εξυπηρετούμενης έκθεσης έγινε θετικός το 2ο τρίμηνο (στην περιοχή των 50-100 εκατ. ευρώ), αλλά παραμένει πολύ κάτω από τις αρχικές προσδοκίες. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες δεν έχουν καμία ανησυχία σχετικά με το κόστος κινδύνου και την καθοδήγησή τους για φέτος και μετά. Επιπλέον, η Intrum υπογράμμισε τις ισχυρές οργανικές πληρωμές, με εισπράξεις περίπου 50% πάνω από τις εισπράξεις πριν από 2-3 χρόνια, υποστηριζόμενες από τη βελτιωμένη μακροοικονομική εικόνα καθώς και τις πρόσφατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.