Το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι σαφώς πιο υγιές και φερέγγυο σε σχέση με το παρελθόν και είναι σε θέση να απορροφήσει κλυδωνισμούς από την ενδεχόμενη υλοποίηση ενός δυσμενούς σεναρίου για την ελληνική οικονομία, π.χ. έναν σοβαρό κλυδωνισμό από το εξωτερικό, επεσήμανε ο Γ. Στουρνάρας μιλώντας στο FinForum 2023. Επεσήμανε όμως ότι «αυτό δεν σημαίνει εφησυχασμό, καθώς οι προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν υψηλές και χρειάζεται εγρήγορση τόσο από τη μεριά των διοικήσεων, κυρίως των τραπεζών αλλά και των επιχειρήσεων του ιδιωτικού ασφαλιστικού τομέα, όσο και από τη μεριά των εποπτικών αρχών».
Ο Γ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παγκοσμίως έχουν αυξηθεί τον τελευταίο χρόνο και οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις.
Συγκεκριμένα:
- Οι προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη στην παγκόσμια και ειδικά στην ευρωπαϊκή οικονομία παραμένουν αβέβαιες, εν μέσω των υψηλών γεωπολιτικών κινδύνων και της αύξησης των επιτοκίων που κατέστη αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο υψηλός πληθωρισμός. Κάποιοι αναλυτές μάλιστα κάνουν λόγο για ένα νέο τρίλημμα που αντιμετωπίζουν οι αρχές καθώς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τον υψηλό πληθωρισμό μέσω της νομισματικής πολιτικής, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αλλά και θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
- Ο συνδυασμός αυτός (δηλαδή υψηλός πληθωρισμός και αυξημένα επιτόκια) ασκεί πίεση στα νοικοκυριά και σε ορισμένες επιχειρήσεις, ιδίως στους δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο δανείων και στους «ευάλωτους» δανειολήπτες, όπως αυτούς που ήταν σε τροχιά ανάκαμψης από την πανδημία. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να αποκλεισθεί η πιθανότητα χειροτέρευσης της ποιότητας του ενεργητικού τους το προσεχές χρονικό διάστημα. Αυτή η πρόκληση είναι ακόμα πιο σημαντική για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες -παρά τη σημαντική βελτίωση- βρίσκονται ακόμα μακριά από τον μέσο όρο της ευρωζώνης σε σχέση με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- Η αύξηση των επιτοκίων έδωσε βραχυπρόθεσμα μία ισχυρή ώθηση στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών, μεσοπρόθεσμα όμως μπορεί να αυξήσει το κόστος πιστωτικού κινδύνου, το λειτουργικό τους κόστος αλλά και το κόστος άντλησης ρευστότητας, ιδίως για τις τράπεζες που χρειάζεται να καλύψουν τους στόχους για τα ελάχιστα επίπεδα MREL, δηλαδή του δείκτη για τις ελάχιστες υποχρεώσεις που απαιτεί η ευρωπαϊκή αρχή εξυγίανσης.
- Επιπλέον, σε περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων αναμένεται μείωση της ζήτησης για νέα δάνεια ή/και αποπληρωμή των υφιστάμενων δανείων, ιδίως από επιχειρήσεις με υπερβάλλουσα ρευστότητα. Για τις ελληνικές τράπεζες, η υγιής πιστωτική επέκταση είναι απαραίτητο συστατικό για την επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας προκειμένου να ενισχυθούν τα κεφάλαιά τους αλλά και να μειωθεί σταδιακά το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης επί των ιδίων κεφαλαίων τους.
- Η άνοδος των επιτοκίων και η μεταβλητότητα στις αγορές εγκυμονούν κινδύνους και στον χρηματοοικονομικό τομέα εκτός τραπεζικού συστήματος (non-bank financial institutions), που δύναται να επηρεάσουν τις τράπεζες δευτερογενώς.
- Η αγορά ακινήτων (ιδίως των επαγγελματικών ακινήτων ή αλλιώς commercial real estate) βρίσκεται σε τροχιά διόρθωσης και ενδέχεται να εκθέσει ορισμένες τράπεζες σε ζημιές.
- Επίσης, νέοι κίνδυνοι παρουσιάζονται, όπως αυτοί που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή ή τις κυβερνοεπιθέσεις (cyber attacks).
- Τέλος, οι αγορές παραμένουν ευάλωτες σε αρνητικές ειδήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η πρόσφατη αναταραχή στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ και της Ελβετίας, που είχε σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στις αγορές.