Εισαγόμενα είναι στην πλειονότητά τους τους τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται στα εστιατόρια των ξενοδοχείων 1 και 2 αστέρων. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την έρευνα της διαΝΕΟσις για τη διασύνδεση του τουρισμού με την αγροδιατροφή στην Ελλάδα, το 74,4% των προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή γευμάτων στα εστιατόρια των ξενοδοχείων χαμηλότερης κατηγορίας, εκείνα του 1 αστεριού, είναι εισαγόμενα, με το αντίστοιχο ποσοστό για τα ξενοδοχεία 2 αστέρων να διαμορφώνεται στο 62%.
Στον αντίποδα, τα υψηλότερης κατηγορίας ξενοδοχεία επιλέγουν κατά κύριο λόγο εγχώρια προϊόντα, με στόχο την προσέλκυση τουριστών υψηλών εισοδημάτων.
Σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα των εστιατορίων, το 35,7% των προϊόντων που χρησιμοποιούνται σε ξενοδοχεία 3 αστέρων είναι εισαγόμενο, με το αντίστοιχο ποσοστό για τα ξενοδοχεία 4 αστέρων να ανέρχεται στο 28,8% και για τα ξενοδοχεία της υψηλότερης κατηγορίας να διαμορφώνεται στο 39,6%. Στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν επί της ουσίας τη διαρροή των εισερχόμενων τουριστικών δαπανών, γεγονός που μετριάζει τη θετική επίδραση του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.
Μάλιστα, όπως αναφέρεται στη σχετική μελέτη, τα λαχανικά, τα φρούτα, τα super foods, τα αρωματικά φυτά, τα γαλακτοκομικά, και ιδιαίτερα τα τυριά, τα τυποποιημένα κοτόπουλα και τα ψάρια, τα κρέατα, το ελαιόλαδο, το μέλι, οι μαρμελάδες, τα αλεύρια, τα όσπρια, τα κρασιά, τα τοπικά ποτά, και προϊόντα ΠΟΠ-ΠΓΕ (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης - Προστατευμένης Γεωγραφικής Ενδειξης) αποτελούν παραδείγματα τοπικών/εγχώριων προϊόντων, η διάθεση των οποίων θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση της διαρροής των τουριστικών εσόδων σε εισαγόμενα προϊόντα.
Συνολικά, το 13,24% του εισερχόμενου τουριστικού εισοδήματος (εκτός κρουαζιέρας) του 2022 εκτιμάται ότι διέρρευσε στο εξωτερικό. Από το 13,24% των εισερχόμενων ταξιδιωτικών δαπανών που διαρρέει στο εξωτερικό, το 6,75% αφορά στα καταλύματα και συμπεριλαμβάνει τα τρόφιμα εστιατορίου, ενώ το 1,27% αφορά στην (εκτός καταλυμάτων) εστίαση.
Πάντως, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, οι ξενοδόχοι στην Ελλάδα προτιμούν τα εγχώρια και τοπικά προϊόντα, καθώς επιθυμούν να στηρίξουν την τοπική/εγχώρια οικονομία, θεωρούν τα συγκεκριμένα προϊόντα καλύτερης ποιότητας και στοχεύουν στην προσέλκυση τουριστών υψηλών εισοδημάτων. Αντίθετα, η αδυναμία κάλυψης της απαιτούμενης γκάμας, η μη κάλυψης της ζήτησης, η χαμηλότερη ποιότητα των προϊόντων, το υψηλότερο κόστος σε σχέση με τα εισαγόμενα, αλλά και η αναποτελεσματική συχνά συνεργασία με τους προμηθευτές αποτελούν τους βασικούς παράγοντες εξαιτίας των οποίων οι επιχειρηματίες του ξενοδοχειακού κλάδου στρέφονται στις εισαγωγές προϊόντων.
Την ίδια στιγμή, η έρευνα αποτυπώνει το ποσοστό επί των εξόδων στο οποίο αντιστοιχούν οι δαπάνες για τρόφιμα ανάλογα με την κατηγορία του ξενοδοχείου. Σε διψήφιο ποσοστό αντιστοιχεί το κόστος των τροφίμων για τα εστιατόρια των ξενοδοχείων 3,4 και 5 αστέρων, με εκείνα των δύο χαμηλότερων κατηγοριών να δαπανούν σημαντικά λιγότερα.
Συγκεκριμένα, αν δεν ληφθούν υπόψη τα έξοδα προσωπικού, από το σύνολο των εξόδων των καταλυμάτων (π.χ. αναλώσιμα για τη συντήρηση των δωματίων, συντήρηση εγκαταστάσεων, λογαριασμοί κοινής ωφέλειας), το κόστος για τα τρόφιμα εστιατορίου ανέρχεται σε 5,3% για τα ξενοδοχεία της χαμηλότερης κατηγορίας, σε 8,6% για τα ξενοδοχεία 2 αστέρων, σε 24,5% για τα ξενοδοχεία 3 αστέρων, σε 25,2% για τα ξενοδοχεία 4 αστέρων, και, τέλος, σε 32,3% για τα ξενοδοχεία υψηλότερης κατηγορίας.