Για πολλά χρόνια, οι εταιρείες ιχθυοκαλλιέργειας δανείζονταν εύκολα, όχι κατ’ ανάγκη φθηνά τις δεκαετίες του ’80-‘90, για να αναβαθμίσουν τις εγκαταστάσεις τους και για να επεκταθούν. Οι εισηγμένες στο ΧΑ μάζεψαν πακτωλό κεφαλαίων στη «χρυσή» εποχή του Χρηματιστηρίου ενώ κάποιες στήθηκαν και γιγαντώθηκαν από τα κοινοτικά κονδύλια που εξασφάλισαν. Μαζί με αυτές γιγαντώθηκε και ο κλάδος -για πολλά έτη πρωταθλητής στη Μεσογειακή Ιχθυοκαλλιέργεια- σε επίπεδο παραγωγής, εξαγωγών και απασχόλησης.
Βέβαια σε όλες τις ιστορίες υπάρχουν και... δράκοι. Και στην περίπτωση του κλάδου των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών, που μετρά τέσσερις δεκαετίες ζωής, ήταν πολλοί. Οι Τούρκοι που «σκότωναν» τις τιμές στις διεθνείς αγορές, οι κακές παραγωγικές χρονιές, το υψηλό κόστος των τροφών, οι λανθασμένες επιχειρηματικές κινήσεις, η κακοδιαχείριση και η αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων.
Αποτέλεσμα οι περισσότερες εταιρείες που μεσουράνησαν τις προηγούμενες δεκαετίες να μην υπάρχουν πια. Κάποιες πτώχευσαν και κάποιες, αυτές που αποτελούσαν συστημικό κίνδυνο, πέρασαν στα «χέρια» των τραπεζών που μετοχοποίησαν τα χρέη τους και αναδιάρθρωσαν τα δάνειά τους.
Αυτό συνέβη πριν από μια δεκαετία. Δέκα χρόνια μετά ο κλάδος, το μεγαλύτερο κομμάτι του οποίου το ελέγχει το επενδυτικό σχήμα Amerra Capital Management - Mubadala Investment Company που απέκτησε το 2018 από τις Τράπεζες το Νηρέα και τη Σελόντα και το 2021, δημιούργησε την Avramar με την ένωση σε αυτή της Ανδρομέδα και της Περσεύς, βρίσκεται αντιμέτωπος με νέους «δράκους».
Η πανδημία που ξέσπασε το 2020 ήταν ένας από αυτούς. Όχι όμως και ο μοναδικός. Η αύξηση των τιμών των τροφών -αποτελούν βασικό στοιχείο κόστους- κυρίως από το δεύτερο μισό της περασμένης χρονιάς και των επιτοκίων αποτελούν δύο κρίσιμους παράγοντες που δυσκολεύουν όσους δεν έχουν ικανές ταμειακές ροές.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το κόστος των τροφών που αντιπροσωπεύουν το 40-45% του κόστους παραγωγής. Το 2020 ένα κιλό τροφής -για την παραγωγή ενός κιλού ψαριού ιχθυοκαλλιέργειας απαιτούνται 2 κιλά τροφής- στοίχιζε 1,1 ευρώ. Σήμερα το ένα κιλό τροφών κοστίζει 1,5 ευρώ το κιλό. Δηλαδή το συνολικό ετήσιο κόστος, μόνο από την αύξηση της τιμής των ζωοτροφών, για τον κλάδο που παράγει ετησίως περί τους 120.000 τόνους τσιπούρα και λαβράκι έχει αυξηθεί στα 180 εκατ. ευρώ από 130 εκατ. ευρώ που ήταν προ κρίσης.
Αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα το κόστος παραγωγής για ένα κιλό ψαριού ιχθυοκαλλιέργειας, χωρίς σε αυτό να προσμετράται το μεταφορικό κόστος, αγγίζει τα 5,5 ευρώ, όπως προκύπτει από έρευνα που πραγματοποίησε πρόσφατα ελεγκτική - συμβουλευτική εταιρεία που ανήκει στους Big 4 για λογαριασμό της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ). Σε αυτό το έξτρα κόστος πρέπει να προστεθεί και η αύξηση του κόστους δανεισμού που «τραβάει» ρευστότητα από έναν κλάδο που δεν τα πήγε ποτέ καλά με τις χρηματοροές του.
Οπότε ο κίνδυνος, όχι κατ’ ανάγκη από τους Τούρκους που αποτελούν με διαφορά τον μεγαλύτερο παραγωγό ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας, να πουληθούν ψάρια σε «σκοτωμένες» τιμές για να βρουν οι εταιρείες που πιέζονται την αναγκαία ρευστότητα για καλύψουν τις ανάγκες τους, όπως το τάισμα του ιχθυοπληθυσμού, δεν πρέπει να αποκλείεται. Αντιθέτως έχουν καταγραφεί και τα πρώτα «κρούσματα».
Στην Ιταλία, βασικό εξαγωγικό προορισμό για τα ελληνικά ψάρια, όπως λέει στο Euro2day.gr στέλεχος της αγοράς, ελληνική εταιρεία μεσαίου μεγέθους πουλάει τα ψάρια της προς 4,2 ευρώ το κιλό. Δηλαδή με ζημιά αλλά εξασφαλίζοντας την όποια ρευστότητα για να καλύψει το άνοιγμα προς τους προμηθευτές της και μέρος του παραγωγικού κύκλου, σημειώνει ο ίδιος.
Όμως αυτό προβληματίζει έντονα τον κλάδο είναι ότι η Avramar, όπως αποκάλυψε το Euro2day.gr, έχει προσφύγει στις εγχώριες Τράπεζες ζητώντας ένεση ρευστότητας 50 εκατ. ευρώ, αναδιάρθρωση των δανείων της που ξεπερνούν τα 300 εκατ. ευρώ, ενώ και οι μέτοχοι της δεν προτίθενται να βάλουν «φρέσκο» χρήμα. Πού θα καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Τραπεζών και της Avramar είναι νωρίς κανείς να προδικάσει. Η ανησυχία πάντως είναι διάχυτη για το τι μέλλει γενέσθαι στην αγορά.