Οι εισπράξεις από ρυθμίσεις και οριστικούς διακανονισμούς μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελούν, προς το παρόν, τη «ραχοκοκαλιά» των εισπράξεων, που διενεργούν οι servicers, για λογαριασμό τιτλοποιήσεων, επενδυτών και τραπεζών, βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Από την έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, που δημοσιεύτηκε χθες, προκύπτει ότι κατά την περσινή χρονιά οι αποπληρωμές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performing Exposures- NPEs) ανήλθαν σε 3,7 δισ. ευρώ, επίπεδα υπερτετραπλάσια των εισπράξεων από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων (0,91 δισ. ευρώ). Δεν είναι σαφές αν στις αποπληρωμές συμπεριλαμβάνονται και τα έσοδα από πωλήσεις χαρτοφυλακίων με απαιτήσεις στη δευτερογενή αγορά.
Συνολικά κατά την περσινή χρονιά οι αποπληρωμές, ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και διαγραφές ανοιγμάτων των δανείων που διαχειρίζονται οι servicers, διαμορφώθηκαν σε 5,7 δισ. ευρώ. Εξ αυτών τα 1,12 δισ. ευρώ αφορούν σε διαγραφές ανοιγμάτων, τα 0,91 δισ. σε εισπράξεις από πλειστηριασμούς και τα υπόλοιπα σε εισπράξεις από ρυθμίσεις, οριστικούς διακανονισμούς και πιθανώς έσοδα από πώληση χαρτοφυλακίων απαιτήσεων.
Η συνολική αξία των υπό διαχείριση από τους servicers απαιτήσεων ανήλθε πέρσι σε 90,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 74% αφορά σε NPEs, που διαχειρίζονται για λογαριασμό οχημάτων ειδικού σκοπού τιτλοποιήσεων και εταιρειών, που αγόρασαν χαρτοφυλάκια με απαιτήσεις. Το υπόλοιπο 26%, αφορά σε διαχείριση NPEs για λογαριασμό τραπεζών.
Oι ρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2022 αφορούν στο 26,9% του συνολικού υπό διαχείριση χαρτοφυλακίου, που διαχειρίζονται οι servicers για λογαριασμό SPVs τιτλοποιήσεων ή εταιρειών που αγόρασαν χαρτοφυλάκια. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ρυθμισμένων ανοιγμάτων αφορά σε μακροπρόθεσμες λύσεις ρύθμισης (51%) και ακολουθούν οι λύσεις οριστικής διευθέτησης (36%) και οι βραχυπρόθεσμες λύσεις ρύθμισης (13%).
Με στοιχεία Δεκεμβρίου 2022 το υπόλοιπο των ρυθμισμένων ανοιγμάτων, στα οποία έχουν εφαρμοστεί λύσεις οριστικής διευθέτησης, ανήλθε σε 6,5 δισ. ευρώ, ενώ τα αντίστοιχα υπόλοιπα για τις βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις ήταν 2,4 δισ. ευρώ και για τις μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις 9,2 δισ. ευρώ.
«Κίτρινη κάρτα» από ΤτE σε servicers
Στην πλειονότητά τους τα υπό διαχείριση NPEs, για λογαριασμό SPVs τιτλοποιήσεων έχουν ανατεθεί κατά την τελευταία διετία. Λαμβάνοντας υπόψη τις έως τώρα επιδόσεις των servicers, η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώνει πως «κρίνεται απαραίτητη η σημαντική βελτίωση της διαχείρισης», υπενθυμίζοντας ότι οι ικανοποιητικές επιδόσεις αποτελούν αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του προγράμματος κρατικής εγγυοδοσίας «Ηρακλής», την αποτελεσματική διαχείριση του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους και την αξιοποίηση του αδρανούς παραγωγικού δυναμικού.
Η «κίτρινη κάρτα» της ΤτΕ έρχεται σε μια περίοδο που η πλειονότητα των τιτλοποιήσεων οδεύει στη συμπλήρωση της πρώτης διετίας, κατά τη διάρκεια της οποίας οι στόχοι των business plans είθισται να είναι βατοί, προκειμένου να σχηματιστούν «μαξιλάρια» ρευστότητας, για μελλοντικές καταβολές τόκων και αποπληρωμές κεφαλαίου senior notes ομολογιών, που φέρουν κρατική εγγύηση. Στις περισσότερες, όμως, τιτλοποιήσεις μετά τις καταβολές τόκων για senior notes ακολουθεί στην κατά προτεραιότητα κατάταξη η πληρωμή «κουπονιού» για mezzanine notes.
Η συσχέτιση του «μαξιλαριού» ρευστότητας, των εισπράξεων από πωλήσεις τμημάτων δανείων στη δευτερογενή αγορά και της κατανομής τους σε πληρωμές κουπονιών/ αποπληρωμές κεφαλαίου αναμένεται να βρεθούν σύντομα στο επίκεντρο των συζητήσεων. Η, δε, διαπίστωση του επόπτη πιθανώς να ενέχει χαρακτήρα προειδοποίησης, αποτυπώνοντας πρόθεση αυστηροποίησης του πλαισίου.
Όπως αναφέρει η έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αναφέρει ότι η εύρυθμη λειτουργία της διαχείρισης απαιτήσεων αποτελεί σημαντική παράμετρο στην εξίσωση οριστικής εκκαθάρισης του χρέους. Για το λόγο αυτό πρέπει να αξιοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία και επιλογές.
Να λειτουργήσει το εργαλείο αναχρηματοδότησης δανειοληπτών
Η έκθεση διαπιστώνει ότι σήμερα καμία εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δεν έχει αιτηθεί άδειας για την αναχρηματοδότηση απαιτήσεων, κάτι που πρέπει να αλλάξει, προκειμένου να υποβοηθηθεί η επανένταξη σε καθεστώς ενημερότητας οφειλετών με βιώσιμα επενδυτικά σχέδια. «Η εξέταση των δυνατοτήτων επανένταξης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και να αναδεικνύεται ως μία επιλογή, η οποία θα συμβάλει καθοριστικά στην οριστική εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας» αναφέρει η έκθεση.
Προς την κατεύθυνση που δείχνει η Τράπεζα της Ελλάδος κινούνται, ήδη, Εθνική και Fortress. Οι δύο πλευρές ετοιμάζονται να προσφέρουν δεύτερη ευκαιρία σε οφειλέτες με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, οι απαιτήσεις των οποίων έχουν πωληθεί ή τιτλοποιηθεί, δημιουργώντας ένα νέο «εργαλείο» χρηματοδότησης για ρυθμίσεις/διακανονισμούς με «κούρεμα» οφειλής.
Οι δύο πλευρές συζητούν, σύμφωνα με πληροφορίες, τη δημιουργία επενδυτικού κεφαλαίου (fund), στο οποίο θα εισφέρουν αμφότερες κεφάλαια. Το fund θα ειδικεύεται σε χρηματοδότηση διακανονισμών/ρυθμίσεων και αναχρηματοδοτήσεις, αγοράζοντας τα δάνεια ή/και λαμβάνοντας ( σ.σ. μέσω θυγατρικής) τη διευρυμένη άδεια διαχείρισης απαιτήσεων, η οποία επιτρέπει διενέργεια αναχρηματοδοτήσεων. Άδεια που, προς το παρόν, δεν έχει λάβει καμία από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις.
Το 2022 η συνολική αξία των ανοιγμάτων που διαχειρίζονται οι servicers για λογαριασμό τιτλοποιήσεων και αγοραστών χαρτοφυλακίων ανήλθε σε 67,2 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος του εν λόγω χαρτοφυλακίου αφορά σε επιχειρηματικά δάνεια (45,3%), ενώ ακολουθούν στεγαστικά (32,4%) και καταναλωτικά (22,4%).
Τα υπό διαχείριση ανοίγματα είναι χαμηλής ποιότητας, με το 92% αυτών να αφορά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Η πλειονότητα τους είναι καταγγελμένα (74,1%), ενώ το 17% αφορά ανοίγματα σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και το 8,9% σε ανοίγματα ταξινομημένα ως αβέβαιης είσπραξης (unlikely to pay).
Ο βαθμός δραστηριοποίησης των υφιστάμενων εταιριών διαχείρισης διαφοροποιείται σημαντικά. Συγκεκριμένα, οι 3 μεγαλύτερες εταιρίες κατέχουν σωρευτικό μερίδιο αγοράς 84% με βάση τη συνολική αξία των υπό διαχείριση ανοιγμάτων, ενώ 15 εταιρίες καταγράφουν ελάχιστη έως μηδαμινή δραστηριότητα (μερίδιο μικρότερο του 1%).