Πρωτογενές πλεόνασμα από το 2022 προβλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, βάζοντας τον πήχη πολύ υψηλότερα και από τις πλέον αισιόδοξες εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών για πρωτογενές έλλειμμα ίσως και κάτω από 1% του ΑΕΠ πέρυσι. Οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat στις 24 Απριλίου θα αποκαλύψουν τα τελικά μεγέθη.
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του ΓΠΚΒ, «η δημοσιονομική εικόνα του 2022 είναι σημαντικά καλύτερη από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού.
Η εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι πως το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2022 θα κλείσει πιθανότατα σε θετικό έδαφος, με τη μεθοδολογία ESA, δηλαδή αφού συμπεριληφθούν και τα έσοδα από ANFAs και SMPs (που δεν συμπεριλαμβάνονταν στη μεθοδολογία προγράμματος και ενισχυμένης εποπτείας).
Η θετική δημοσιονομική επίδοση οφείλεται εν μέρει στον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης αλλά κυρίως στον υψηλό πληθωρισμό και την ισχυρή επίδρασή του στα δημόσια έσοδα. Για τον ίδιο λόγο αναμένεται να καταγραφεί και σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, καθώς η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ υπερβαίνει την αύξηση του ονομαστικού χρέους».
Πληροφορίες αναφέρουν πως πράγματι, η τελευταία δόση ANFAs και SMPs η οποία έφτασε στην Αθήνα το 2023 αλλά εγκρίθηκε το 2022 θα μετρήσει από τη Eurostat στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα του περασμένου έτους. Και πάλι όμως, οι εκτιμήσεις κορυφαίων στελεχών του υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν πως το πρωτογενές αποτέλεσμα θα είναι έλλειμμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ.
Κατά τα λοιπά, στην έκθεση του ΓΠΚΒ σημειώνεται:
· Ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2022 ήταν 5,9%, υπερβαίνοντας τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης (3,5%) ενώ, σε σχέση με το 2019, το ΑΕΠ είναι αυξημένο κατά 4,5% (έναντι 2,3% στην Ευρωζώνη). Σημαντική βελτίωση παρουσιάζει και η αγορά εργασίας καθώς τον Ιανουάριο του 2023 η απασχόληση κατέγραψε ετήσια αύξηση 2,9% και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 10,8% (από 13,7% τον Ιανουάριο του 2022). Από την άλλη πλευρά, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσιάζει σοβαρή επιδείνωση το 2022 με έλλειμμα 20,1 δισ. ευρώ (έναντι 12,3 δισ. το 2021 και μόλις 2,7 δισ. το 2019), ενώ ο εναρμονισμένος πληθωρισμός, παρά την αποκλιμάκωσή του από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους, παραμένει υψηλός, στο 6,5%, αν και χαμηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (8,5%).
· Παρά τις θετικές δημοσιονομικές του επιδράσεις, ο πληθωρισμός συρρικνώνει το πραγματικό εισόδημα μεγάλου μέρους των νοικοκυριών, ειδικά των πιο ευάλωτων, με αποτέλεσμα την αύξηση της κοινωνικής ανισότητας και των κοινωνικών εντάσεων. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις τιμές των τροφίμων που, παρά τη σχετική αποκλιμάκωση του γενικού δείκτη πληθωρισμού, εμφανίζουν υψηλό ρυθμό αύξησης. Επιπλέον, η πίεση στα ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις εντείνεται από την αύξηση των επιτοκίων που επιβαρύνει την εξυπηρέτηση των χρεών τους.
· Παρότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής κρίνεται απαραίτητη για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, εντούτοις θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αρνητικές παρενέργειές της κατά τη λήψη των αποφάσεων για ενδεχόμενη περαιτέρω αυστηροποίησή της. Παράλληλα, η νομισματική πολιτική θα πρέπει να ιδωθεί συνδυαστικά με την αναμενόμενη αναθεώρηση του δημοσιονομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τις τελευταίες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2023 θα είναι το τελευταίο έτος εφαρμογής της ρήτρας διαφυγής και το 2024 θα είναι μεταβατικό μέχρι την οριστικοποίηση του νέου πλαισίου.
Στους επόμενους μήνες αναμένεται να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για την τελική μορφή του οριστικού πλαισίου που θα τεθεί σε ισχύ από το 2025 και στις προβλέψεις του οποίου θα πρέπει να προσαρμοστεί η δημοσιονομική πολιτική της χώρας μας. Συνεπώς, στο προσεχές διάστημα, η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική θα έχουν περιοριστική κατεύθυνση, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει στην υποχώρηση του πληθωρισμού αλλά, ταυτόχρονα, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα.
Στο πλαίσιο αυτό καθοριστική αναμένεται να είναι η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον, θετική αναμένεται να είναι και η επίδραση από την αύξηση του κατώτατου μισθού στην κατανάλωση, χωρίς αρνητικά αποτελέσματα σε όρους απασχόλησης.
· Οι όποιες οικονομικές εξελίξεις επισκιάζονται από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Πέρα από τις γενικότερες παθογένειες του κρατικού μηχανισμού, το δυστύχημα ανέδειξε με τραγικό τρόπο τη σημασία των δημόσιων υποδομών και ειδικότερα την ποιοτική τους διάσταση. Η συζήτηση για τις δημόσιες επενδύσεις και υποδομές, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκούς πόρους, δεν θα πρέπει να εξαντλείται στο ύψος των ταμειακών εισπράξεων και τα ποσοστά απορρόφησης αλλά να εξετάζει και το πραγματικό όφελος των δημόσιων έργων, τις επιπτώσεις τους στις συνθήκες ζωής των πολιτών και την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και, το κυριότερο, τον βαθμό αποτελεσματικής και υπεύθυνης διαχείρισής τους από τους αρμόδιους φορείς.
Με δεδομένο ότι το επόμενο διάστημα θα προχωρήσει η υλοποίηση έργων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, αυτές οι διαστάσεις θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Διαφορετικά, οι θετικές επιπτώσεις θα περιορίζονται στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, μέσω της αύξησης των δημόσιων δαπανών και της απασχόλησης, χωρίς να συνεισφέρουν στις μακροχρόνιες αναπτυξιακές προοπτικές.
· Κλείνοντας, αξίζει να αναφερθούμε στο ζήτημα της ποιότητας των θεσμών ως μηχανισμού αντιστάθμισης του πολιτικού κινδύνου (political risk) και της οικονομικής αβεβαιότητας. Πρόσφατα, υπήρξαν διεθνείς αξιολογήσεις για τη λειτουργία των θεσμών στη χώρα μας. Από τη μία πλευρά, η επιτροπή LIBE του Ευρωκοινοβουλίου, το State Department και το διεθνές παρατηρητήριο V-Dem προέβησαν σε αρνητικές διαπιστώσεις, ενώ το Economist Intelligence Unit σε θετική αξιολόγηση.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι η επένδυση στη βελτίωση της ποιότητας των θεσμών πρέπει να αποτελεί απαρέγκλιτη στόχευση, καθώς έτσι διαμορφώνονται οι συνθήκες για μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη και δικαιότερη κατανομή των ωφελειών της. Επιπρόσθετα, η αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, σε συνδυασμό με την ανάγκη για συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, αποτελούν τις βασικές εγγυήσεις απέναντι στις περίπλοκες προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσει η χώρα μας στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα στο ενδεχόμενο που η αβεβαιότητα λόγω των επικείμενων εκλογών συμπέσει με μια συνεχιζόμενη διεθνή χρηματοπιστωτική αστάθεια.