Οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες (Alpha Βank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Πειραιώς) ανακοίνωσαν συνολικά καθαρά κέρδη 3,7 δισ. ευρώ το 2022, σε σύγκριση με καθαρή ζημία 4,7 δισ. ευρώ το 2021, σημειώνει σε έκθεσή της η DBRS.
Οπως επισημαίνει, τα υψηλότερα έσοδα, τα χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα και το μειωμένο πιστωτικό κόστος υποστήριξαν τα καθαρά κέρδη του 2022 μετά από χρόνια επιβάρυνσης από τη μείωση του ρίσκου, την αναδιάρθρωση και την Covid-19.
Τα έσοδα του 2022 αντανακλούν βελτιώσεις σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), των προμηθειών και άλλων εσόδων. Η δημιουργία νέων δανείων διατηρήθηκε το 2022, κυρίως από εταιρείες.
Ο οίκος αναμένει ότι η πιστωτική επέκταση το 2023 θα είναι χαμηλότερη από το 2022, λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και της επιβράδυνσης της οικονομίας. Η ταχύτερη ανατιμολόγηση των δανείων σε σχέση με τις καταθέσεις έχει συμβάλει στην αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους μέχρι σήμερα, ωστόσο η DBRS εκτιμά ότι αυτό θα μειωθεί λόγω του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης.
Το 2022, οι προβλέψεις για ζημίες δανείων και το κόστος κινδύνου μειώθηκαν σημαντικά λόγω των καθαρότερων ισολογισμών.
Κατά την άποψη του οίκου, το κόστος του ρίσκου θα μπορούσε να αυξηθεί το 2023, δεδομένου των υψηλότερων κινδύνων για την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων σε αυτό το περιβάλλον, ωστόσο αναμένει ότι θα παραμείνει χαμηλότερο από τα τελευταία χρόνια. Η ποιότητα ενεργητικού βελτιώθηκε το 2022, χάρη στις κινήσεις μείωσης του ρίσκου, τις χαμηλές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) και τα αυξημένα νέα δάνεια.
Η άφθονη και αυξανόμενη καταθετική βάση παρέχει στις ελληνικές τράπεζες ένα μάλλον σταθερό, αν και μέτρια διαφοροποιημένο, μείγμα χρηματοδότησης. Η ρευστότητα ήταν ικανοποιητική στον κλάδο στα τέλη του 2022 και αναμένεται να απορροφήσει την αποπληρωμή των Στοχευμένων Πράξεων Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης (TLTRO ΙΙΙ) της ΕΚΤ.
Η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών ανέκτησε έδαφος το 2022, μετά τον αντίκτυπο από τις κινήσεις μείωσης ρίσκου. Τα κεφαλαιακά αποθέματα είναι επαρκή για απορρόφηση ενδεχόμενων ζημιών σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, σε περίπτωση που υπάρξουν δυσκολίες χρηματοδότησης και ρευστότητας μετά την κατάρρευση της SVB και της Signature Bank.
Το Cost of Risk
Το 2022, οι προβλέψεις για ζημίες δανείων (LLPs) ήταν πάνω από 70% χαμηλότερες σε ετήσια βάση, χάρη στην ισχυρή βελτίωση των προφίλ κινδύνου. Κατά την άποψή μας, τα LLP είναι πιθανό να αυξηθούν το 2023 από τα επίπεδα του 2022, για να αντιμετωπίσουν αυξημένους κινδύνους για την ποιότητα ενεργητικού στο τρέχον περιβάλλον λόγω υψηλότερων επιτοκίων, υψηλότερου κόστους ζωής και συνολικής επιβράδυνσης που αναμένεται στην οικονομία.
Ωστόσο, οι τρέχουσες εκτιμήσεις εξακολουθούν να δείχνουν θετική αύξηση του ΑΕΠ το 2023 για την Ελλάδα.
Το μέσο κόστος κινδύνου (CoR) παρέμεινε πολύ υψηλό 114 μ.β. το 2022, αν και σημαντικά χαμηλότερο από τα επίπεδα που αναφέρθηκαν την περίοδο 2019-2021. Το CoR είναι πιθανό να παραμείνει πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο βραχυπρόθεσμα, καθώς τα προφίλ κινδύνου των ελληνικών τραπεζών εξακολουθούν να συγκρίνονται δυσμενώς με αυτά της ΕΕ. Ωστόσο, αναμένουμε ότι το CoR θα παραμείνει κάτω από το πολύ υψηλό επίπεδο που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια, εάν η επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού δεν αποκλίνει ουσιαστικά από τις τρέχουσες προβλέψεις.
Οι δράσεις απορρόφησης κινδύνου, οι περιορισμένες εισροές NPE και τα υψηλότερα νέα δάνεια οδηγούν σε ισχυρότερα προφίλ κινδύνου, επισημαίνεται. Η συνεχιζόμενη μείωση κινδύνου σε συνδυασμό με τον περιορισμένο σχηματισμό νέων NPE και τη χορήγηση νέων δανείων συνέβαλαν στη βελτίωση των μετρήσεων ποιότητας του ενεργητικού το 2022. Ο μέσος ακαθάριστος και καθαρός δείκτης NPE μειώθηκε σε 6,2% και 2,6% αντίστοιχα στο τέλος του 2022 από 10% και 4,9% στο τέλος του 2021.
Το μελλοντικό de-risking θα συμβάλει στην αντιστάθμιση της αναμενόμενης αύξησης των νέων εισροών NPE. Ενώ είναι λογικό να αναμένεται κάποια επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων, σε αυτό το στάδιο δεν αναμένουμε ότι οι μετρήσεις ποιότητας του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών θα επιδεινωθούν στα ίδια πολύ ασθενή επίπεδα που αναφέρθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Οι καταθέσεις
Οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω καταθέσεων. Οι καταθέσεις πελατών αντιπροσώπευαν περίπου το 81% της συνολικής χρηματοδότησης στο τέλος του 2022, με περίπου το 70% του συνόλου να προέρχεται από πελάτες λιανικής, οι οποίοι συνήθως τείνουν να είναι λιγότερο ασταθείς από τους εταιρικούς πελάτες. Περίπου το 80% των συνολικών καταθέσεων ήταν σε καταθέσεις όψεως/ταμιευτηρίου, με το υπόλοιπο να είναι προθεσμιακές. Οι καταθέσεις πελατών αυξήθηκαν σημαντικά από το 2019 έως το 2022, αντανακλώντας την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, μετά τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν καθώς και τις υψηλότερες αποταμιεύσεις από νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατά την πανδημία.
Τα κεφάλαια TLTRO III της ΕΚΤ αντιπροσωπεύουν τη δεύτερη κύρια πηγή χρηματοδότησης για τις ελληνικές τράπεζες. Στις αρχές Φεβρουαρίου 2023, οι ελληνικές τράπεζες διέθεταν περίπου 33 δισεκατομμύρια ευρώ χρηματοδότησης TLTRO III, ή περίπου το 3% του συνόλου του TLTRO III στο Ευρωσύστημα. Αυτά τα κεφάλαια θα λήξουν μέχρι το τέλος του 2024 και η αποπληρωμή αναμένεται να είναι διαχειρίσιμη για τις ελληνικές τράπεζες κατά την άποψή μας, λαμβάνοντας υπόψη τα άνετα επίπεδα ρευστότητας στον κλάδο, που αποδεικνύονται από έναν μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) περίπου 200% στο τέλος του 2022.
Η κεφαλαιοποίηση ανακτά έδαφος
Η διαδικασία εκκαθάρισης δανείων έπληξε σημαντικά τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών το 2020 και το 2021, ωστόσο η τροχιά βελτιώθηκε το 2022. Στο τέλος της περασμένης χρονιάς, ο μέσος δείκτης CET1 ήταν 14,7% ενώ ο μέσος δείκτης κεφαλαίων (phased-in) ήταν 17,7%, έναντι 13,7% και 16,4% αντίστοιχα στο τέλος του 2021. Αυτό το επίπεδο των δεικτών κεφαλαίου εξασφαλίζει ικανοποιητικά αποθέματα ασφαλείας περίπου 500 bps και 310 bps αντίστοιχα πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις για το 2023.
Οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες κατέχουν σημαντικές επενδύσεις σε τίτλους σταθερού εισοδήματος που αντιπροσώπευαν περίπου το 16% του συνολικού ενεργητικού στο τέλος του 2022 κατά μέσο όρο και περίπου το διπλάσιο των συνολικών ιδίων κεφαλαίων τους. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των τίτλων είναι ελληνικά κρατικά ομόλογα και άλλα κρατικά χρεόγραφα και περίπου το 80% των συνολικών τίτλων σταθερού εισοδήματος ταξινομούνται στο αποσβεσμένο κόστος (AC).
Αυτό μεταφράζεται σε συνολικούς τίτλους σταθερού εισοδήματος στο AC που αντιπροσωπεύουν το 13% του συνόλου του ενεργητικού και τις 1,6 φορές το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων κατά μέσο όρο.
Στο τρέχον περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ταχεία αύξηση των επιτοκίων, αναμένουμε ότι αυτοί οι τίτλοι στο AC θα φέρουν μη πραγματοποιηθείσες ζημίες που όμως δεν λογιστικοποιούνται στους λογαριασμούς των τραπεζών, καθώς αυτοί οι τίτλοι δεν αποτιμώνται marked to market.
Σε ένα θεωρητικό γεγονός που οδήγησε στην πώληση ολόκληρου του χαρτοφυλακίου σταθερού εισοδήματος στην AC με ζημιά προ φόρων 5-10% (για παράδειγμα, εάν οι ελληνικές τράπεζες αντιμετώπιζαν σημαντική πίεση στη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα που συνδέεται με την κατάρρευση των SVB και Signature Bank στις ΗΠΑ), εκτιμούμε ότι ο αντίκτυπος στα κεφάλαια είναι περίπου 150-300 μονάδες βάσης, κάτω από τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας στο τέλος του 2022.
Η άσκηση, όμως, δεν λαμβάνει υπόψη τη διάρκεια και τις στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου των τραπεζών που μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά το ποσό των μη πραγματοποιηθεισών ζημιών. Επιπλέον, αυτοί οι τίτλοι συμβάλλουν στην αύξηση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων (NII) λόγω των υψηλότερων αποδόσεών τους. Επιπλέον, πιστεύουμε ότι είναι απίθανο οι ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν σημαντική πίεση όσον αφορά τη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα, δεδομένης της καταθετικής βάσης λιανικής και των επαρκών επιπέδων ρευστότητας.