Στοχευμένες αγορές από τους καταναλωτές, μικρότερη μέση απόδειξη και ενισχυμένα μερίδια για τους μεγάλους παίκτες της αγοράς είναι οι κυρίαρχες τάσεις της εκπτωτικής σεζόν που άνοιξε 9 Ιανουαρίου και κλείνει σε μία εβδομάδα, με σχετική απόκλιση σε σχέση με την επίδοση του 2019, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία.
Επιχειρηματικοί παράγοντες εκτιμούν ότι ο τζίρος των εκπτώσεων κινήθηκε πάνω από τα επίπεδα του 2022. Υπενθυμίζεται ότι με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο τζίρος των επιχειρήσεων του λιανεμπορίου, με εξαίρεση οχήματα, τρόφιμα και καύσιμα, στο δίμηνο Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου 2022 ανήλθε σε περίπου 4,4 δισ. ευρώ. Ο αντίστοιχος τζίρος το 2019 ήταν 5,5 δισ. ευρώ και εκτιμάται ότι ο πήχης δεν ξεπεράστηκε κυρίως λόγω της υποαπόδοσης των μικρότερων επιχειρήσεων. Πρόκειται για μια μερίδα της αγοράς που υπερέχει αριθμητικά, αλλά δοκιμάζεται στο πεδίο του ανταγωνισμού.
Οι προκλήσεις κατά τις χειμερινές εκπτώσεις ήταν πιο μεγάλες για επιχειρήσεις ένδυσης-υπόδησης, όπου η ζήτηση για βαριά ρούχα και είδη της χειμερινής σεζόν δεν ευνοήθηκε από τις καιρικές συνθήκες. Υπάρχουν ωστόσο διαφοροποιήσεις, καθώς τα μηνύματα είναι θετικά από τον κλάδο αθλητικού εξοπλισμού. Μια άλλη τάση της αγοράς που επιβεβαιώνεται κατά την περίοδο των εκπτώσεων είναι ότι οι επιχειρήσεις με οργανωμένη παρουσία σε όλα τα κανάλια πωλήσεων εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις.
Σε επίπεδο γεωγραφίας διαπιστώνεται ότι ο ανταγωνισμός είναι πιο ισχυρός στην Αττική συγκριτικά με τοπικές επαρχιακές αγορές όπου οι πολυεθνικές αλυσίδες δεν έχουν ισχυρή παρουσία και οι καταναλωτές έχουν πιο στενή σχέση με τοπικές επιχειρήσεις.
Στο σύνολο της αγοράς πάντως η πλειοψηφία των επιχειρήσεων υστερεί, όπως σημειώνει στο Euro2day.gr o Θοδωρής Καπράλος, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά (ΕΣΠ) και Β’ Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ). Αν και θεωρεί ότι σαφή εικόνα θα δώσει σε λίγο διάστημα η μελέτη του ΙΝ.ΕΜ.Υ. της ΕΣΕE, εκτιμά ότι οι πιο μεγάλες επιχειρήσεις αποσπούν μεγαλύτερο μερίδιο τζίρου σε σχέση με το παρελθόν. Σε αυτό συντείνουν μια σειρά από λόγοι, π.χ. είναι πιο έτοιμες στο ψηφιακό κανάλι, διαθέτουν τις υποδομές και έχουν πολλά και ισχυρά σημεία πώλησης και άρα ο κίνδυνος από τις διαταραχές στη ζήτηση είναι περιορισμένος. Επιπλέον διαθέτουν υψηλά επίπεδα ρευστότητας, πρόσβαση σε εργαλεία και στήριξη από τις τράπεζες, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον κ. Καπράλο, να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν έκτακτες ανάγκες από διαφημιστική δαπάνη, στελέχη και εμπορεύματα, μέχρι βελτιώσεις σε φυσικό και ψηφιακό κανάλι.
Η αγορά τείνει να κινείται σε συνθήκες ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού κατά την άποψη του κ. Καπράλου, ενώ η μετατόπιση τζίρου στις μεγάλες επιχειρήσεις δεν είναι ενθαρρυντική, δεδομένων των κοινωνικών επιπτώσεων που συνεπάγεται η μείωση εσόδων για αυτοαπασχολούμενους και μικρές επιχειρήσεις του εμπορίου. Πρόκειται για τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, όπως αναφέρει, που συνεισφέρει επιπλέον, λόγω του πλήθους των επιχειρήσεων, στη συγκράτηση των τιμών.
Στο επόμενο διάστημα, οι προκλήσεις για τη συγκεκριμένη μερίδα της αγοράς έχουν να κάνουν με τη ρευστότητα όσο τα πάγια κόστη παραμένουν υψηλά, τα ενοίκια αυξάνονται και οι υποχρεώσεις συσσωρεύονται, δεδομένης και της αύξησης των επιτοκίων.