Με μία κίνηση, με την έκδοση νέου δεκαετούς ομολόγου, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έβαλε στο ταμείο 3,5 δισ. ευρώ καλύπτοντας το μισό από το ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού. Τα ταμειακά διαθέσιμα μετά από αυτή την «ένεση» ανεβαίνουν στα 36,5 δισ. ευρώ και ο ΟΔΔΗΧ έχει τη δυνατότητα να σχεδιάσει με άνεση τις επόμενες κινήσεις του, απαλλαγμένος από τυχόν αβεβαιότητα στη σκιά της επερχόμενης διπλής κάλπης αλλά και ενδεχόμενων νέων αναταράξεων στις αγορές.
Ο «πειρασμός» της άντλησης πολλαπλάσιων κεφαλαίων κατά τη χθεσινή έξοδο ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, ισχυρός. Με προσφορές που άγγιξαν τα 22 δισ. ευρώ (15 δισ. ευρώ τον περασμένο Ιανουάριο, όταν είχαν αντληθεί 3 δισ. ευρώ με 1,75%), o ΟΔΔΗΧ άνετα θα μπορούσε να αντλήσει 4 δισ. ευρώ, βάζοντας στο παιχνίδι και τους εγχώριους επενδυτές με 1 δισ. ευρώ. Τελικά, η ζυγαριά έγειρε στα 3,5 δισ. ευρώ, δίνοντας στους ξένους τα 2,8 δισ. και στους εγχώριους επενδυτές 700 εκατ. ευρώ του νέου ομολόγου. Έτσι, δόθηκε ένα ακόμα ισχυρό σήμα πως η Ελλάδα δεν «καίγεται» για δανεικά, ούτε αγωνιά για το εάν θα έχει τη δυνατότητα να καλύψει τις ανάγκες της στη διάρκεια του 2023.
Η απόδοση των νέων τίτλων λειτούργησε αναμφίβολα ως μαγνήτης. Το δημόσιο δανείστηκε με 4,25%, με το κόστος να είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή έκδοση. Μόνο που τότε, το βασικό επιτόκιο του ευρώ ήταν -0,5% και σήμερα είναι 2% ενώ, όπως επιβεβαίωσε και με τις δηλώσεις του στους FT ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν, έρχονται και νέες αυξήσεις επιτοκίων. Σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg, η μέση πρόβλεψη των οικονομολόγων που ρωτήθηκαν, είναι ότι το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ θα αυξηθεί από 2% σήμερα στο 3,25% τον Μάιο ή τον Ιούνιο, για να μειωθεί στη συνέχεια στο 3% τον Ιούλιο.
Με αυτά τα δεδομένα, το 4,35% της χθεσινής έκδοσης μπορεί να μοιάζει χαμηλό, ενώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως μόλις προ ημερών η Ιταλία, με την επενδυτική της βαθμίδα, δανείστηκε για 20 χρόνια με 4,45%. Στη δευτερογενή αγορά άλλωστε οι αποδόσεις δεκαετών ελληνικών και ιταλικών ομολόγων απέχουν ελάχιστα, στο 4,1% και 4% αντίστοιχα.
Στους επόμενους 11 μήνες του έτους, ο ΟΔΔΗΧ θα πρέπει, προκειμένου να είναι συνεπής με τη στρατηγική που ανακοίνωσε τον περασμένο Δεκέμβριο, να απευθυνθεί στις αγορές για επιπλέον 3,5 δισ. ευρώ. Έχει όλη την άνεση χρόνου για να σχεδιάσει και να υλοποιήσει τις επόμενες κινήσεις του ενώ στον ορίζοντα αναμένονται κάποιες πολύ θετικές για τις αγορές ειδήσεις. Τον Απρίλιο, οι ανακοινώσεις της Eurostat αναμένεται να πιστοποιήσουν αισθητά καλύτερο πρωτογενές αποτέλεσμα.
Το οικονομικό επιτελείο ήδη αφήνει περιθώριο διαμόρφωσης του πρωτογενούς ελλείμματος κάτω από 1,5% του ΑΕΠ, όταν ο προϋπολογισμός προβλέπει 1,6% του ΑΕΠ. Ορισμένες πηγές εκτιμούν πως το πρωτογενές έλλειμμα μπορεί να κλείσει στην περιοχή του 1,2%-1,3% του ΑΕΠ, χωρίς μάλιστα να μετρά στο 2022 η τελευταία δόση ANFAs. Στον βαθμό όπου αυτές οι εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν και εφόσον το σκηνικό συμπληρωθεί από τη συγκρότηση μιας σταθερής κυβέρνησης, με προσήλωση στους δημοσιονομικούς στόχους χωρίς προεκλογικά ή μετεκλογικά δημοσιονομικά στραβοπατήματα, η επενδυτική βαθμίδα έρχεται πιο κοντά.
Η κυβέρνηση επιμένει πως ο στόχος της επενδυτικής βαθμίδας μπορεί να επιτευχθεί εντός του 2023, με τους πλέον αισιόδοξους να προβλέπουν ανάκτησή της ακόμα και στις 21 Απριλίου (Société Générale) και τους πιο συγκρατημένους να εκτιμούν πως η επενδυτική βαθμίδα θα έρθει στο τέλος του 2023, αρχές 2024 (JP Morgan).