Στην αυγή του νέου έτους τίποτε δεν θυμίζει την Άνοιξη του 2022, όταν αποφασιζόταν αύξηση στον κατώτατο μισθό πάνω από 7% και σωρευτικά, από τις αρχές του έτους στο 9,5%.
Αν και για πολλούς, το 2023 θα χαρακτηριστεί από την «μάχη των μισθών» πλέον, τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Το οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από έντονη ρευστότητα, κυρίως λόγω της αύξησης του ενεργειακού κόστους με αποτέλεσμα δύσκολα οι εργοδότες να «αντέξουν» αυξήσεις που θα ενσωματώνουν το σύνολο της αύξησης του πληθωρισμού. Όπως μάλιστα επισημαίνουν χαρακτηριστικά, μια μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού θα ανατροφοδοτούσε τον πληθωρισμό και θα έβαζε σε κίνδυνο τις θέσεις εργασίας.
Αυτό βέβαια, σε κλαδικό επίπεδο, καθώς σε επιχειρησιακό, υπάρχουν και εργοδότες που ήδη, έχουν ανακοινώσει σημαντικές αυξήσεις για τους εργαζόμενούς τους. Κι αυτό, ενώ η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραμένει ουραγός στην κάλυψη των εργαζόμενων από συλλογικές συμβάσεις και οφείλει βάσει και της σχετικής κοινοτικής οδηγίας να την αυξήσει κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμα, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι από τον Μάιο του 2023 και μετά, ο νέος κατώτατος μισθός θα διαμορφωθεί κοντά στα 751 ευρώ, αυξημένος δηλαδή κατά περίπου 5% - 5,5%, προκειμένου να φθάσει τα επίπεδα που βρισκόταν πριν από τα μνημόνια. Η τελική απόφαση θα ληφθεί από το υπουργείο Εργασίας, στα τέλη Απριλίου, όμως οι διαδικασίες διαβούλευσης με επιστημονικούς και συνδικαλιστικούς φορείς θα ξεκινήσουν εντός του Ιανουαρίου.
Παράλληλα βέβαια, αναμένεται να κλιμακωθούν και οι πιέσεις για αυξήσεις σε σημαντικούς κλάδους της εγχώριας επιχειρηματικότητας, καθώς -με δεδομένο και το ότι το 2023 είναι εκλογικό έτος – εφόσον ο κατώτατος μισθός αυξηθεί κοντά στα 751 ευρώ το μήνα, θα υπάρξουν πιέσεις από τα μεσαία μισθολογικά κλιμάκια. Στην πρόσφατη έκθεσή του πάντως, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, επισημαίνει πως «η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα προκαλέσει πληθωριστικές πιέσεις». Εκτιμά πως πρέπει να υπάρχει μία ισορροπία για τη στήριξη ευάλωτων, υπογραμμίζει όμως ότι απαιτείται προσοχή «για να μην υπάρχει μία γενικευμένη αύξηση του μέσου μισθού».
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββα Ρομπόλη και τον διδάκτορα του Παντείου Βασίλη Μπέτση, ο μέσος κατώτατος μισθός στην ευρωζώνη είναι 40% υψηλότερος από τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα, η οποία έχει επίπεδο πληθωρισμού κατά 16% (μέσος όρος 11μήνου του 2022) υψηλότερο από την ευρωζώνη. Επιπλέον, οι δύο ειδικοί σημειώνουν, πως η αποδιάρθρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας στην Ελλάδα, παρεμποδίζει θεσμικά την διάχυση της συντελούμενης αύξησης του κατώτατου μεριδίου κατά το 2022 στο σύνολο των μισθών στην χώρα μας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Νοέμβριος 2022). Κι επισημαίνουν πως η αύξηση του μέσου μισθού του 2022 αντιστοιχεί στο 40% της αύξησης του κατώτατου μισθού και υπολείπεται κατά 5,9 ποσοστιαίες μονάδες του επιπέδου του πληθωρισμού.
Έτσι, επιβεβαιώνεται και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), που είχε κατά τις προηγούμενες διαδικασίες διαβούλευσης τονίσει πως για κάθε 1 μονάδα αύξησης του κατώτατου, αυξάνονται κατά 0,44 ποσοστιαία μονάδα οι μέσοι μισθοί.
Εδώ έρχεται όμως, και επιδρά η δραματική αύξηση του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες σε επίπεδο αγοραστικής δύναμης. Όπως δείχνουν και τα στοιχεία της Eurostat, η απώλεια σε αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στη χώρα μας είναι 12,7% (PPS, Purchasing Power Standard). Για να μην μειωθεί η αγοραστική δύναμη, επισημαίνουν οι κ. Ρομπόλης και Μπέτσης, θα έπρεπε να έχουμε κατώτατο μισθό στα 816 ευρώ από 713 ευρώ (μεικτά). Σύμφωνα άλλωστε, με τα στοιχεία της έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (Σεπτέμβριος 2022) και τα στοιχεία της Eurostat, η μέση καταναλωτική δαπάνη στη χώρα μας το 2022 ήταν 1.250 ευρώ. Άρα η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού έχει παρουσιάσει απώλεια κατά 18,5%.
Στην πρόσφατη ενδιάμεση έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική, η ΤτΕ εκτιμά πως το 2023 ενώ η άνοδος της απασχόλησης, αλλά και του ΑΕΠ, θα επιβραδυνθεί σημαντικά, θα υπάρξει αξιόλογη επιτάχυνση της αύξησης των αποδοχών, με αποτέλεσμα στασιμότητα της παραγωγικότητας και αισθητή άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Βάσει των προηγούμενων προβλέψεών της άλλωστε, εάν ο κατώτατος μισθός αυξηθεί κατά 5% με 5,5%, ο μέσος μισθός θα πρέπει να αυξηθεί κατά 2% με 2,2%. Με βάση άλλωστε, τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού για το 2023, για την πορεία της ανεργίας στη χώρα, δεν προβλέπεται να ξεπαγώσουν οι τριετίες.
Στον αντίποδα, αυξήσεις αναμένονται μετά από πολλά χρόνια στους μισθούς του δημοσίου τομέα, καθώς εάν αυτό δεν συμβεί, θα υπάρχουν νεοπροσλαμβανόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι που θα λαμβάνουν μισθό κατώτερο από τον κατώτατου του ιδιωτικού τομέα, ήτοι 876,16 ευρώ το μήνα σε δωδεκάμηνη βάση.
Βέβαια, η αγορά λειτουργεί με πολλές και διαφορετικές ταχύτητες. Έτσι, δυναμικοί κλάδοι της οικονομίας προχώρησαν εντός του 2022 σε αυξήσεις μισθών κατά 3%-5%, ακόμα και σε 7% σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ άλλοι ήδη έχουν εξαγγείλει νέες αυξήσεις.
Συνολικά, στο δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2022 υπογράφηκαν 176 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αφορούσαν 141.107 μισθωτούς. Από αυτές, 74 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, ενώ και όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρχαν συμφωνίες για αυξήσεις εντός του 2023. Εξάλλου, σε κλαδικό επίπεδο, υπογράφηκε στις 4 Απριλίου 2022 η τριετούς διάρκειας συλλογική σύμβαση των τραπεζών, που προβλέπει αυξήσεις 2% από 1.10.2022, 1% από 1.12.2023 και 2,5% από 1.12.2024. Τέλος, μόλις πριν από μερικές ημέρες υπεγράφη η κλαδική σύμβαση στα ξενοδοχεία, με αυξήσεις 5,5% και 5% για το 2023 και 2024 αντίστοιχα.