Επισφαλείς θέσεις εργασίας, υποαπασχόληση και χαμηλοί μισθοί αποτελούν το τρίπτυχο που ταλανίζει την εγχώρια αγορά εργασίας, όπως καταγράφεται στην ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) για την ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ένα από τα πλέον σημαντικά, διαθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, είναι η διαχρονική έλλειψη ποιοτικών νέων θέσεων εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ακόμη και πίσω από την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας των τελευταίων μηνών, κρύβεται η συρρίκνωση των θέσεων απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα και η ενίσχυσή τους στον τριτογενή. Γεγονός, που σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα του ΙΝΕ δημιουργεί ζητήματα βιωσιμότητας της απασχόλησης, δεδομένου ότι οι αμοιβές στον τριτογενή τομέα, των υπηρεσιών, είναι χαμηλότερες και οι θέσεις εργασίας πιο επισφαλείς.
Για τον λόγο αυτό, η ΓΣΕΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ύφεσης και επαναφέρει στο διεκδικητικό της πλαίσιο, την ενίσχυση του εισοδήματος των νοικοκυριών, μέσω όχι μόνο της αύξησης του κατώτατου αλλά και των κλαδικών μισθών. Είναι ενδεικτικό ότι η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των κατώτατων αποδοχών ξεπέρασε τον περασμένο Σεπτέμβριο το 19% ενώ είναι ακόμη μεγαλύτερη για ένα σημαντικό ποσοστό εργαζόμενων σε παραγωγική ηλικία, που υποαπασχολούνται και οι αμοιβές τους, με τις οποίες συντηρούνται οικογένειες, είναι πολύ χαμηλές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως ένας στους δύο υποαπασχολούμενος δηλώνει πως θα ήθελε δουλειά με πλήρη απασχόληση αλλά δεν βρίσκει.
Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, η αγορά εργασίας στη χώρα μας έχει ήδη ανακάμψει από το σοκ της πανδημικής κρίσης και φαίνεται να μην επηρεάζεται προς το παρόν, αρνητικά από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση και την πληθωριστική έξαρση. Συγκεκριμένα, κατά το α’ εξάμηνο του 2022 το ποσοστό απασχόλησης και το ποσοστό ανεργίας παρουσίασαν σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 2021. Το β’ τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησης ήταν 60,5%, ενώ το ποσοστό ανεργίας 12,2%.
Ωστόσο, τα διαρθρωτικά της προβλήματα παραμένουν. Είναι ενδεικτικό ότι το β’ τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησης ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ, ενώ η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας ήταν κατά 22,1% χαμηλότερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Μάλιστα, η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης εντοπίζεται στον κλάδο της παροχής καταλύματος και εστίασης και ακολούθως στο εμπόριο. Επί της ουσίας, σημειώνει η ΓΣΕΕ, ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί θέσεις απασχόλησης σε κλάδους που παράγουν χαμηλή προστιθέμενη αξία, είναι χαμηλής παραγωγικότητας και προσφέρουν χαμηλούς μισθούς. Έτσι, η απασχόληση στον τριτογενή τομέα της οικονομίας έχει ανακάμψει στο επίπεδο του 2008, ενώ η απασχόληση στον δευτερογενή τομέα παραμένει κατά 38% χαμηλότερη από το 2008.
Το δ’ τρίμηνο του 2021 και το α’ τρίμηνο του 2022 υπήρξε σημαντική αύξηση της ημιαπασχόλησης, η οποία περιορίστηκε το β’ τρίμηνο του 2022. Στην έκθεση επισημαίνεται πως το 50% των ημιαπασχολούμενων επιθυμούσε να εργαστεί με πλήρες ωράριο, αλλά δεν μπορούσε να βρει θέση πλήρους απασχόλησης. Και το χαρακτηριστικότερο εύρημα είναι, ότι ο κύριος όγκος των υποαπασχολούμενων είναι ηλικίας 30-44 ετών και ακολούθως 45-64 ετών. Ανήκουν δηλαδή στις πλέον παραγωγικές ηλικίες, που συντηρούν οικογένειες, οι οποίες κατά συνέπεια αναγκάζονται να ζήσουν με πολύ χαμηλά εισοδήματα. Αυτό σύμφωνα με την ΓΣΕΕ, καταδεικνύει και την αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της εγχώριας οικονομίας, που δημιουργεί χαμηλής ποιότητας θέσεις απασχόλησης.
Χαμηλοί μισθοί
Στην έκθεση, η ΓΣΕΕ επισημαίνει πως μετά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα το 2022, η χώρα μας ανέβηκε στην 11η θέση από τη 16η στην οποία βρισκόταν το 2021. Η εξέλιξη αυτή είναι θετική, ωστόσο ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Όσο δε, θα αυξάνεται το επίπεδο των τιμών, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού θα είναι διαρκής και επομένως, σύμφωνα με την Συνομοσπονδία, θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023, ενώ αναγκαία κρίνεται και η προστασία των εργαζομένων μέσω των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που σήμερα, είναι ιδιαίτερα περιορισμένη, με την χώρα μας να καλείται, βάσει κοινοτικής οδηγίας, να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες.