Μπορεί η αύξηση των επιτοκίων να ανεβάζει το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, πλην όμως οι περισσότερες εταιρείες δεν εντάσσουν το γεγονός αυτό στα μεγαλύτερα προβλήματα που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν το 2023.
Σύμφωνα με χρηματιστηριακούς παράγοντες -πέρα από τις περίπου τριάντα εισηγμένες εταιρείες που διαθέτουν θετικό καθαρό ταμείο (σ’ αυτές προστέθηκε μέσα στο τρίτο φετινό τρίμηνο και η Γενική Εμπορίου & Βιομηχανίας), και εξ ορισμού δεν αντιμετωπίζουν ουσιαστικό θέμα- οι περισσότερες εκ των υπολοίπων διαθέτουν από αρκετά έως πολύ ικανοποιητική ρευστότητα, με αποτέλεσμα μια αύξηση του κόστους χρηματοδότησης να μην είναι σε θέση να προκαλέσει ιδιαίτερη αναστάτωση σε αυτές.
Ανάλογη κατάσταση επίσης φαίνεται να επικρατεί και σε μεγάλο ποσοστό των μη εισηγμένων εταιρειών, κάτι που οφείλεται και στο ότι οι ελληνικές τράπεζες είχαν κλειστή την κάνουλα της δανειοδότησης κατά την προηγούμενη δεκαετία.
Πέραν αυτού, δεν είναι λίγες οι εταιρείες που προνόησαν και «κλείδωσαν» σε χαμηλά επίπεδα τα επιτόκιά τους για ένα πολύ σημαντικό τμήμα του δανεισμού τους, είτε μέσα από την έκδοση εταιρικών ομολόγων (π.χ. Motor Oil, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, Μυτιληναίος, ΟΠΑΠ, ΔΕΗ, ΟΤΕ, Lamda Development, Prodea, Noval, ElvalHalcor) είτε μέσα από προθεσμιακά προϊόντα (π.χ. Fourlis Συμμετοχών, Space Hellas, ΣΙΔΜΑ).
Για παράδειγμα, η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν με καθαρό δανεισμό 912 εκατ. ευρώ στις 30/9/2022 εκτίμησε ότι το ποσό αυτό θα αποκλιμακωθεί κατά το τελευταίο φετινό τρίμηνο, τονίζοντας επίσης ότι το 80% των υποχρεώσεων αυτών είναι είτε σταθερού επιτοκίου είτε κλειδωμένου κόστους μέσα από εργαλεία της προθεσμιακής αγοράς.
Επίσης, στην Premia Properties ο καθαρός συντελεστής μόχλευσης είναι 42% και περίπου το 57% του υφιστάμενου δανεισμού είναι κλειδωμένο με επιτόκιο 2,8%, όταν το τρέχον μεσοσταθμικό κόστος χρηματοδότησης της εισηγμένης διαμορφώνεται στο 2,75%.
Παρ' όλα αυτά, οι περισσότερες εταιρείες έχουν δει μετά το καλοκαίρι το μέσο κόστος δανεισμού τους να ανεβαίνει, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και το 2023. Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί το κυρίαρχο πρόβλημα για τις διοικήσεις τους.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δηλώνει διευθύνων σύμβουλος εισηγμένης εταιρείας: «Αρκετές εταιρείες θα επιχειρήσουν με διάφορους τρόπους να περιορίσουν ως ένα βαθμό τα τραπεζικά τους ανοίγματα, έτσι ώστε να μετριάσουν τις επιπτώσεις από την άνοδο του EURIBOR. Πέραν τούτου, θα κοιτάξουν μήπως την ώρα που ανεβαίνει το EURIBOR, πιέσουν τις τράπεζες προκειμένου να μειωθεί το spread του δανείου τους και με αυτό τον τρόπο να αμβλυνθούν ως ένα βαθμό οι επιπτώσεις.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα προβλήματα που ενδεχομένως να προκληθούν από τις εξελίξεις στο ενεργειακό μέτωπο ή από μια δραστική υποχώρηση της ζήτησης είναι πολύ οξύτερα από αυτό της ανόδου των επιτοκίων. Μπορώ μάλιστα να πω πως περισσότερο οι εταιρείες φοβούνται τις έμμεσες επιπτώσεις που προκύπτουν από μια γενικότερη αύξηση επιτοκίων (π.χ. στη συμπεριφορά των πελατών τους, στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, στην επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος και στις τιμές των ακινήτων) παρά μια αύξηση στον λογαριασμό των χρεωστικών τόκων τους. Και αυτό γιατί από τη στιγμή που το οικονομικό κλίμα δεν επιδεινωθεί σημαντικά και η ζήτηση δεν επηρεαστεί έντονα, τότε οι εταιρείες μπορούν να μετακυλίσουν το όποιο αυξημένο κόστος χρηματοδότησης στους πελάτες τους, μέσα από την αύξηση των τιμολογίων τους.
Βέβαια, η αύξηση των επιτοκίων θα επιδράσει ανοδικά και στο κόστος των επενδύσεων που θα αποφασίσουν να υλοποιήσουν οι επιχειρήσεις μέσα στην επόμενη τριετία. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, κανείς δεν περίμενε ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να διατηρηθούν μόνιμα στα τόσο χαμηλά επίπεδα του 2020 και του 2021, ενώ παράλληλα πολλές επιχειρήσεις μπορούν να επωφεληθούν σε ό,τι αφορά το κόστος του χρήματος, είτε από τα διαφόρων ειδών αναπτυξιακά κίνητρα είτε από ιδιαίτερα χαμηλότοκα κεφάλαια που μπορούν να αντλήσουν μέσα από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης».