Ευθέως συναρτώμενη με την αύξηση του κόστους είναι η τιμολογιακή πολιτική, που ακολουθεί η συντριπτική πλειονότητα των εγχώριων επιχειρήσεων, κατά την τρέχουσα περίοδο μεγάλης αύξησης στο κόστος ενέργειας, πρώτων υλών και μεταφορών, όπως αναδεικνύουν τα στοιχεία έρευνας της Grant Thornton, μεταξύ διευθυνόντων συμβούλων εγχώριων επιχειρήσεων.
Περίπου το 75% με 76% των επιχειρήσεων, που συμμετείχαν στην έρευνα, δήλωσαν ότι αυξάνουν τιμές προϊόντων/υπηρεσιών σε ευθεία συνάρτηση με την αύξηση του κόστους. Μετακυλίουν, δηλαδή, το σύνολο του αυξημένου κόστους στους πελάτες τους. Άλλο ένα 12% προχωρά σε αυξήσεις τιμών υψηλότερες της ανόδου του κόστους, ενώ μόλις το 11% απορροφά μέρος του αυξημένου κόστους.
Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων δηλώνει πως έχει τη δυνατότητα μετακύλισης του αυξημένου κόστους σε τελικές τιμές προϊόντων σχετίζεται, πιθανώς, με τον αριθμό και το εύρος του δείγματος (σ.σ. είθισται οι μεγάλοι όμιλοι να έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια μετακύλισης), αλλά και στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τις απαντήσεις των CEOs, η μεγαλύτερη πίεση στο κόστος έχει προέλθει από την Ενέργεια, λόγω της εκτίναξης της τιμής φυσικού αερίου, της συνεπακόλουθης αύξησης σε ηλεκτρική ενέργεια και της ανόδου της τιμής του πετρελαίου. Ακολουθούν κόστος μεταφοράς και πρώτες ύλες. Στα αξιοσημείωτα ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι αξιολογούν ψηλά ως παράγοντες πίεσης κόστους την άνοδο στις τιμές εξοπλισμού και στο μισθολογικό κόστος ( σ.σ. άνω του 10%).
Οι 9 στους 10 Έλληνες επιχειρηματίες αναμένουν ότι θα αυξηθεί το κόστος παραγωγής τους, ενώ 5 στους 10 ότι θα αυξηθεί σημαντικά, πάνω από 10%. Τέλος, 2 στους 10 δηλώνουν διατεθειμένοι να απορροφήσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της παραπάνω αύξησης.
Η αύξηση του κόστους και η πιθανή μείωση της αγοραστικής δύναμης ως αποτέλεσμα του υψηλού πληθωρισμού, αποτελούν τους μεγαλύτερους «πονοκεφάλους» των εταιρικών ηγεσιών για τους επόμενους 12 μήνες. Ακολουθούν οι κίνδυνοι στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι καθώς και η αύξηση των επιτοκίων. Αντίθετα η κλιματική αλλαγή, οι κυβερνοεπιθέσεις και η ταχύτητα των τεχνολογικών αλλαγών προβληματίζουν λιγότερο τις ελληνικές επιχειρήσεις. Τέλος, η πανδημία που πέρυσι ήταν ο σημαντικότερος περιορισμός, σήμερα φαίνεται να απασχολεί μόνο τον 1 στους 3 επιχειρηματίες.
Μειώνεται ο δείκτης επιχειρηματικής αισιοδοξίας
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω παραγόντων, τα επίπεδα αισιοδοξίας έχουν μειωθεί αισθητά, αν και συνεχίζουν να παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά και παγκόσμια. Οι Έλληνες επιχειρηματίες είναι απαισιόδοξοι, αναφορικά με τις προοπτικές της οικονομίας παρόλα, αυτά εκτιμούν ότι κάποιοι περιορισμοί ανάπτυξης και ειδικότερα αυτοί που συνδέονται με δυσχέρειες στην εφοδιαστική αλυσίδα, τους επηρεάζουν λιγότερο από τους ομόλογούς τους σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Σήμερα οι 4 στους 10 Έλληνες επιχειρηματίες είναι αισιόδοξοι για την εξέλιξη της οικονομίας, όταν πριν από ένα χρόνο η σχετική αναλογία ήταν 6 στους 10. Η πτώση συνδέεται με τις διεθνείς εξελίξεις, και το πώς θα επηρεάσουν την ελληνική οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 7 στους 10 δεν είναι αισιόδοξοι για την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας.
Η ισχυρή ανάπτυξη που καταγράφηκε το α΄ εξάμηνο του 2022, επηρεάζει και τα επίπεδα αισιοδοξίας των Ελλήνων επιχειρηματιών για τις επιχειρήσεις τους, παρ’ ότι και σε αυτό το σημείο καταγράφεται σημαντική κάμψη, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Οι 7 στους 10 είναι αισιόδοξοι ότι θα αυξηθούν τα έσοδά τους, και οι 6 στους 10 τα κέρδη τους, όταν πέρυσι τα αντίστοιχα επίπεδα ήταν 8 και 7 στους 10, αντίστοιχα.
Ελαφρώς μειωμένη αλλά στα ίδια περίπου επίπεδα με πέρυσι (1 στους 3) παραμένει και η αισιοδοξία για αύξηση των εξαγωγών, που αποδίδεται περισσότερο στην εξωστρέφεια παρά στο αναμενόμενο ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον. Αντίστοιχη τάση παρατηρούμε και για την απασχόληση, όπου οι 5 στους 10 θεωρούν ότι θα αυξηθεί σε σχέση με 6 στους 10 το προηγούμενο έτος.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι ο δείκτης προοπτικής αύξησης των μισθών, είναι ο μόνος που παρουσιάζει οριακή αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο έτος (οι 5 στους 10 εκτιμούν ότι θα αυξηθούν), γεγονός που αποδίδεται στις ενισχύσεις στους μισθούς που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των πληθωριστικών πιέσεων αλλά και στις ελλείψεις προσωπικού στην αγορά εργασίας.
Χαμηλότερες επενδύσεις- Που εστιάζουν
Χαμηλότερη είναι και η διάθεση για επενδύσεις. Οι περισσότερες επιχειρήσεις (6 στις 10) εστιάζουν τις νέες επενδύσεις σε τεχνολογικό/ψηφιακό μετασχηματισμό. Αντίθετα, εντάσεως κεφαλαίου επενδύσεις, όπως σε γη, κτίρια και μηχανήματα, σχεδιάζονται από όλο και λιγότερες επιχειρήσεις.
Αποτιμούν θετικά το ΤΑΑ, αλλά δεν επενδύουν
Τα κεφάλαια του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης (ΤΑΑ) μπορούν να ενισχύσουν τη τάση για κεφαλαιουχικές επενδύσεις, κάτι που φαίνεται οι Έλληνες επιχειρηματίες να αναγνωρίζουν, μιας και οι 6 στους 10 θεωρούν ότι θα είναι σημαντική η συμβολή του ΤΑΑ στην οικονομία. Εντούτοις προκαλεί προβληματισμό ότι μόνο οι 3 στους 10 αναμένουν ότι το ΤΑΑ θα έχει συμβολή στη δική τους επιχείρηση.
Παρά το ότι έχουν ξεκινήσει οι δράσεις χρηματοδότησης μέσω του ταμείου, ενώ και τα επιτόκια δανεισμού έχουν αυξηθεί σημαντικά, λιγότεροι επιχειρηματίες δηλώνουν ότι θα χρησιμοποιήσουν το ΤΑΑ, ενώ και από αυτούς που προτίθενται να το πράξουν, μόνο οι 4 στους 10 τελούν, είτε σε στάδιο προετοιμασίας του σχετικού πλάνου, είτε σε στάδιο υποβολής. Η σχετική αναλογία φαίνεται να είναι παρόμοια με αυτή του προηγούμενου έτους, παρά το ότι οι συνθήκες είναι πλέον πιο ώριμες.