Την έντονα πτωτική πορεία της ζήτησης από το εξωτερικό που παρατηρείται από την αρχή του καλοκαιριού έως και σήμερα σημειώνουν παράγοντες του κλάδου της νηματουργίας, τονίζοντας ότι η τόσο μεγάλη αύξηση του κόστους των προϊόντων εμπόδισε τους πελάτες τους να προχωρήσουν σε αγορές.
Ενδεικτικές είναι οι επισημάνσεις γνωστού στελέχους της αγοράς: «Πολλοί πελάτες είτε προτίμησαν να λειτουργήσουν καταναλώνοντας τα όποια αποθέματα είχαν είτε απλά δεν προχώρησαν σε νέες παραγγελίες, συνεκτιμώντας και τις αντοχές των Ευρωπαίων καταναλωτών σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού.
Ο συνδυασμός της ανόδου του βάμβακος και του φυσικού αερίου οδήγησαν υποχρεωτικά σε ανάλογη πορεία τις τιμές των παραγόμενων νημάτων αλλά και το κόστος στα επόμενα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα η τελική τιμή των ρούχων να φαντάζει απαγορευτική για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, ιδίως όταν αυτοί βλέπουν το οικογενειακό τους εισόδημα να πριονίζεται από τον πληθωρισμό. Η όλη αυτή εξέλιξη θα φανεί στα αποτελέσματα όχι μόνο του τρίτου φετινού τριμήνου -κατά τη διάρκεια του οποίου οι εταιρείες εκτέλεσαν κάποια προηγούμενα συμβόλαια- όσο τουλάχιστον και του τέταρτου».
Παρ' όλα αυτά, το τελευταίο χρονικό διάστημα κάποιες αχνές χαραμάδες αισιοδοξίας έχουν αρχίσει να φαίνονται στον ορίζοντα. Η μεγάλη πτώση που παρατηρείται στην τρέχουσα τιμή του φυσικού αερίου από το υψηλό της 25ης Αυγούστου έχει οδηγήσει σε κάποια αποκλιμάκωση του ενεργειακού κόστους, που θα διαρκέσει τουλάχιστον έως και το τέλος Νοεμβρίου, χωρίς ωστόσο κάποιος να μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Ένα δεύτερο θετικό στοιχείο για τις νηματουργίες αποτελεί η δραστική υποχώρηση που παρατηρείται στις τιμές του βάμβακος, με αποτέλεσμα σήμερα να διαπραγματεύεται λίγο πάνω από τα αντίστοιχα περυσινά επίπεδα, όταν όμως το κόστος των καλλιεργητών έχει αυξηθεί κατακόρυφα.
«Στην περυσινή εκκοκκιστική περίοδο, η τιμή για το σύσπορο βαμβάκι είχε ξεκινήσει από τα 60 λεπτά του ευρώ, για να φτάσει στη συνέχεια στα 75, ενώ φέτος ξεκίνησε από τα 95 για να υποχωρήσει έως σήμερα γύρω στα 70 λεπτά. Δυστυχώς, πολλοί βαμβακοκαλλιεργητές δεν αποφάσισαν να «κλειδώσουν» τις τιμές πώλησης των προϊόντων τους κοντά στο ένα ευρώ και τώρα βρίσκονται αντιμέτωποι με τιμές παρόμοιες των περυσινών, όταν το κόστος παραγωγής τους έχει ανεβεί κατά πολύ. Από πλευράς ποιότητας, η φετινή παραγωγή πήγε εξαιρετικά σε ό,τι αφορά την ποιότητα λόγω του θερμού φθινοπώρου που ζήσαμε, αλλά ήταν μικρότερη κατά 10%-15% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή».
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, οι αισιόδοξοι παράγοντες της αγοράς ευελπιστούν ότι αν το κόστος της ενέργειας συνεχίσει να αποκλιμακώνεται, ή έστω αν διατηρηθεί κοντά στα τρέχοντα επίπεδα, κάποια ζήτηση θα αρχίσει να φαίνεται από το εξωτερικό, καθώς οι τιμές πώλησης των τελικών προϊόντων θα μπορέσουν ως ένα βαθμό να μειωθούν και να γίνουν προσιτές σε μεγαλύτερο τμήμα των Ευρωπαίων καταναλωτών.
Σε κάθε περίπτωση, οι προκλήσεις στον κλάδο εξακολουθούν να είναι μεγάλες και η αβεβαιότητα αποτελεί το κυριότερο στοιχείο της τρέχουσας περιόδου. «Κλείνουμε δουλειές από τις οποίες δεν γνωρίζουμε αν τελικά θα κερδίσουμε ή θα χάσουμε, λόγω των μεγάλων διακυμάνσεων που παρουσιάζει το κόστος της ενέργειας», αναφέρεται χαρακτηριστικά.