H S&P Global Ratings βλέπει πρόοδο αλλά πιστεύει ότι οι εγχώριες τράπεζες αντιμετωπίζουν αυξημένους οικονομικούς κινδύνους. «Η Κύπρος και το ελληνικό σύστημα παραμένουν εξαιρέσεις στην Ευρωζώνη και αυτό οφείλεται κυρίως στους υψηλούς όγκους παλαιών μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων (NPAs) σε συνδυασμό με τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος εξακολουθεί να ανακάμπτει από την ύφεση», εξηγεί η εταιρεία αξιολόγησης.
Ο οίκος προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 5,6% το 2022 και θα επιβραδυνθεί σε περίπου 1,8% το 2023. «Έχουμε αναθεωρήσει προς τα πάνω την πρόβλεψη για τη φετινή ανάπτυξη από 3,5% προηγουμένως, παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, κυρίως μέσω των έμμεσων οικονομικών επιπτώσεων, ιδίως μέσω των απότομων αυξήσεων των τιμών της ενέργειας και της ηλεκτρικής ενέργειας και της επιτάχυνσης του πληθωρισμού, δεδομένου ότι οι άμεσοι εμπορικοί δεσμοί της Ελλάδας με τη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένοι. «Αναμένουμε ότι ο αντίκτυπος θα είναι διαχειρίσιμος και κατά την επόμενη τριετία και ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης, μεταξύ άλλων και σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ», επισημαίνει ο οίκος.
Επιπλέον, η S&P εκτιμά πως το έλλειμμα θα υποχωρήσει σε περίπου 4,6% του ΑΕΠ το 2022 (από 7,4% το 2021). Η αναθεωρημένη πρόβλεψή της από 3,1% προηγουμένως ενσωματώνει τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης για τον περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων από τις τιμές ενέργειας, ηλεκτρικής ενέργειας και τροφίμων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
«Βλέπουμε τις απώλειες να οδεύουν προς χαμηλά επίπεδα μετά τη μαζική εξυγίανση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του συστήματος τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Η διαδικασία αυτή περιελάμβανε σημαντικές προσπάθειες σχηματισμού προβλέψεων από το 2011, οι οποίες ανήλθαν σωρευτικά σε 115,6 δισ. ευρώ την περίοδο 2011-2020, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος», εξηγεί ο οίκος.
Δεδομένου ότι ελάχιστες πωλήσεις θα πραγματοποιηθούν φέτος και ήδη έχουν προβλεφθεί πρόσθετες προβλέψεις, αναμένουμε ότι το κόστος κινδύνου σε επίπεδο συστήματος θα μειωθεί στις 100-105 μ.β. το 2022 σε σύγκριση με 570 μ.β. το 2021. Οι μαζικές προβλέψεις από το 2011 δεν οδήγησαν σε βελτίωση των δεικτών κάλυψης των NPE.
«Μαζί με την Κύπρο, η ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών παραμένει μεταξύ των ασθενέστερων στην ΕΕ. Αναμένουμε ότι ο δείκτης NPE σε επίπεδο συστήματος θα μειωθεί κάτω από το 7% μέχρι το τέλος του 2023. Η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών κινδυνεύει από την πλήρη απόσυρση των μέτρων στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία και τον έμμεσο αντίκτυπο στο διαθέσιμο εισόδημά τους από τον αυξανόμενο πληθωρισμό, τη συγκρατημένη παγκόσμια ζήτηση και άλλες δευτερογενείς επιδράσεις από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία», συνεχίζει η S&P Global Ratings.
«Οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται από το 2017 σε πραγματικούς όρους, αλλά όχι σε βαθμό φούσκας, κατά την άποψή μας. Αναμένουμε ότι οι τιμές των οικιστικών ακινήτων θα καθυστερήσουν να αυξηθούν, σε πραγματικούς όρους, ελαφρώς λιγότερο από 1% το 2022, μετά το ρεκόρ αύξησης 7,2% το 2021, εν μέσω της πανδημίας. Αυτό είναι θετικό για τις προοπτικές ανάκαμψης των τραπεζών από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τα ενυπόθηκα δάνεια που καλύπτονται από ακίνητα.
Οι τράπεζες αύξησαν τον καθαρό δανεισμό τους κατά περίπου 4% κατά τη διάρκεια ενός σχετικά εχθρικού 2021. Για το 2022, προβλέπουμε ότι η αύξηση των χορηγήσεων θα φθάσει το 3,5%-4,0% για δύο βασικούς λόγους. Ο ιδιωτικός τομέας και τα νοικοκυριά έχουν ξεπεράσει την κρίση και επαναλαμβάνουν τον δανεισμό από τις τράπεζες. Οι τράπεζες έχουν τελειώσει με το μεγαλύτερο μέρος του μετασχηματισμού και οι αναδιαρθρώσεις και η εξυγίανση των δανειακών βιβλίων περνούν σε δεύτερη μοίρα. Επίσης, τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που θα λάβει η Ελλάδα τα επόμενα πέντε χρόνια θα πρέπει να ενισχύσουν τον δανεισμό προς τις επιχειρήσεις, κατά την άποψή μας. Ο κίνδυνος ότι η κυβέρνηση μπορεί να μην έχει καταλήξει σε αρκετά έργα που να πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τα εν λόγω κονδύλια παραμένει υπαρκτός», εξηγεί ο οίκος.
«Κατά την άποψή μας, η ποιότητα της τραπεζικής εποπτείας και ρύθμισης της Ελλάδας επωφελείται από τη συμμετοχή της στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό. Πιστεύουμε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) έχει διδαχθεί από τα γεγονότα των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ωστόσο, η Attica Βank και η συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση μετά την πτώχευσή της το 2021, αφού κατέγραψε τεράστιες ζημίες λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), έδειξε και πάλι ότι η εποπτεία στερείται κάποιας προληπτικότητας», εξηγεί ο οίκος.