Στο δύσκολο διεθνές περιβάλλον ο στόχος απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας γίνεται ακόμα πιο επιτακτικός, τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας.
Ο πληθωρισμός προέρχεται από την πλευρά της προσφοράς και αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, τόνισε ο Γ. Στουρνάρας, μιλώντας στον Economist.
H EKT πρέπει να συνεχίσει να διατηρεί τις αρχές της σταδιακότητας και της ευελιξίας, καθώς το πρόβλημα της Ευρώπης είναι διαφορετικό από αυτό που αντιμετωπίζει η Fed στις ΗΠΑ.
Οι τράπεζες ωφελούνται από την αύξηση των επιτοκίων αλλά αντιμετωπίζουν κινδύνους για τους ισολογισμούς τους από την πιθανή αύξηση των κόκκινων δανείων, επεσήμανε.
Η καλή εικόνα της Ελλάδας οφείλεται στην καλή πορεία του τουρισμού και στην καταπιεσμένη ζήτηση (κατανάλωση και επενδύσεις), επεσήμανε. Τόνισε ότι δεδομένου του πληθωρισμού και της αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να οδηγήσει σε βελτίωση του δείκτη χρέους/ΑΕΠ.
Τόνισε όμως ότι το 2023 λόγω ενεργειακών τιμών, επιτοκίων και σταδιακής απόσυρσης των κρατικών μέτρων στήριξης είναι πιθανό να οδηγήσει την ευρωζώνη προς το κακό σενάριο (ύφεση 0,9%).
Σε ότι αφορά την Ελλάδα επεσήμανε ότι ο στόχος απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας γίνεται ακόμα πιο επιτακτικός.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να φτάσει το 6% και να διαμορφωθεί σε 2,8% το 2023.
«Καμπανάκι» για σημαντική μείωση της ευημερίας
Ο κόσμος και οι οικονομίες έγιναν πολύ πιο πολύπλοκες μετά την πανδημία και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, υπογράμμισε ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο συνέδριο του Economist.
Ο κεντρικός τραπεζίτης σημείωσε ότι η επίτευξη των στόχων για τη βιωσιμότητα που έχουν τεθεί από τα Ηνωμένα Έθνη (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η εξάλειψη των πανδημιών, της πείνας, των ανισοτήτων και, φυσικά, η βιωσιμότητα του περιβάλλοντος) έχει γίνει δυσκολότερη. Απαιτεί συνεργασία και συντονισμό σε όλον τον πλανήτη στον επιστημονικό τομέα (τρανταχτό παράδειγμα η δημόσια υγεία) αλλά και στην σφαίρα της οικονομικής πολιτικής. Οι ιοί, τα αέρια του θερμοκηπίου και οι οικονομικές κρίσεις διασχίζουν τα σύνορα και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μεμονωμένα. Απαιτείται από κοινού αντιμετώπιση.
Η σημερινή γεωπολιτική κρίση και οι συναφείς επιπτώσεις στις κοινωνίες, στις οικονομίες και στο περιβάλλον, σηματοδοτούν οπισθοδρόμηση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της ανθρωπότητας. Εάν διαιωνιστεί θα προκαλέσει σημαντική μείωση της ευημερίας στις περισσότερες χώρες του πλανήτη (σίγουρα στις ευρωπαϊκές χώρες μέσω κυρίως των πολύ υψηλών τιμών ενέργειας που εισάγεται), μέσω χαμηλότερου προϊόντος και υψηλότερων τιμών, χαρακτηριστικά των στασιμοπληθωριστικών πιέσεων που εκδηλώνονται.
Οπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, ο πληθωρισμός σήμερα στην Ευρώπη προέρχεται από την πλευρά της προσφοράς και όχι της ζήτησης. Σε πολύ υψηλό ποσοστό οφείλεται στο εισαγόμενο φυσικό αέριο από τη Ρωσία, το οποίο έχει εργαλειοποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, αλλά απαιτεί συμπληρωματική δράση της ενεργειακής πολιτικής και της δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η λεγόμενη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής (δηλαδή η επαναφορά των επιτοκίων παρέμβασης σε ουδέτερο επίπεδο ή/και υψηλότερα) δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον τρέχοντα πληθωρισμό –ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, είναι πληθωρισμός από την πλευρά της προσφοράς- παρά μόνο τις πληθωριστικές προσδοκίες και το σπιράλ μισθών-τιμών. Κατά την άποψή μου η ΕΚΤ πρέπει να διατηρήσει τις βασικές αρχές της σταδιακότητας (gradualism) και της ευελιξίας (flexibility) αφού το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι διαφορετικό από αυτό που αντιμετωπίζει η Fed στις ΗΠΑ.
Ο συνδυασμός αύξησης των επιτοκίων και της πολύ μεγάλης αύξησης των τιμών ενέργειας δημιουργούν κινδύνους στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και για το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, που, με τη σειρά τους, δημιουργούν κινδύνους στους ισολογισμούς των τραπεζών. Οι τράπεζες ωφελούνται από την αύξηση των επιτοκίων, αντιμετωπίζουν όμως κινδύνους από την ενδεχόμενη χειροτέρευση της ποιότητας του ενεργητικού τους για τον λόγο που προαναφέρθηκε και από τη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα. Αυτός ο συνδυασμός έχει αυξήσει την ετοιμότητα των εποπτικών αρχών.
Οπως είπε ο κεντρικός τραπεζίτης, το 2022 εξελίσσεται καλύτερα του αναμενόμενου και για την οικονομία (το ΑΕΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως για τις χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Νότου και ειδικά για την Ελλάδα. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες: στις καλύτερες του αναμενόμενου ταξιδιωτικές εισπράξεις (τουρισμός) και, γενικότερα, στην αύξηση της λεγόμενης «καταπιεσμένης» ζήτησης (pent-up demand – καταπιεσμένης από τον εγκλεισμό της πανδημίας). Ειδικά για την Ελλάδα, η αύξηση του ΑΕΠ που σήμερα αναμένεται για όλο το 2022 είναι πολύ ανώτερη της αρχικά αναμενόμενης, και κινείται γύρω στο 6%. Σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ αναμένεται να κινηθεί σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο δανεισμού του δημοσίου, υποβοηθώντας έτσι τη σημαντική μείωση του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ. Για την ζώνη του ευρώ η αύξηση του ΑΕΠ το 2022 αναμένεται στο 3,1%.
Αυτές οι εξελίξεις όμως δεν επιτρέπουν εφησυχασμό. Για το 2023 η αύξηση του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ αναμένεται σε ελαφρά θετική στο σενάριο βάσης (+0,9%) αλλά αρνητική στο χειρότερο σενάριο (-0,9%). Για την Ελλάδα η αύξηση του ΑΕΠ για το 2023 αναμένεται σήμερα στο 2,8%.
Για το 2023,τόνισε ο κεντρικός τραπεζίτης, ο συνδυασμός (α) της αύξησης των επιτοκίων, (β) των πολύ υψηλών τιμών φυσικού αερίου, (γ) της σταδιακής, περαιτέρω απόσυρσης της κρατικής βοήθειας για λόγους δημοσιονομικούς και (δ) της εξάντλησης της ‘καταπιεσμένης’ ζήτησης, ενδεχομένως οδηγήσει τις οικονομικές εξελίξεις στην ζώνη του ευρώ πιο κοντά στο χειρότερο σενάριο παρά στο σενάριο βάσης. Αυτό θα επηρεάσει και τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Όμως, η αναλογικά μεγάλη εισροή κονδυλίων από το RRF (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) και από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, σε συνδυασμό με τη μικρότερη ενεργειακή επιβάρυνση (energy intensity) της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ και τα χαρακτηριστικά της διάρθρωσης του δημοσίου χρέους της, δημιουργούν τις συνθήκες ώστε η ενδεχόμενη υλοποίηση του χειρότερου σεναρίου για την ΕΕ να μην έχει αντίστοιχες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η τήρηση των δημοσιονομικών στόχων για το 2022 και το 2023 (πρωτογενές έλλειμα κοντά στο 2% του ΑΕΠ για το 2022 και πλεόνασμα κοντά στο 1% του ΑΕΠ για το 2023) και η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο στόχος απόκτησης επενδυτικής βαθμίδας γίνεται ακόμη πιο επιτακτικός κάτω από αυτές, τις δυσμενέστερες, διεθνείς οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες.