Οι τίτλοι τέλους έπεσαν. Από σήμερα, η ελληνική οικονομία είναι απαλλαγμένη από το «κοστούμι» της ενισχυμένης εποπτείας που αποφασίστηκε το 2018 κατά τη διαδικασία της εξόδου από το τρίτο Μνημόνιο και εισήλθε στην περίοδο της απλής εποπτείας, όπως ισχύει για κάθε χώρα που πέρασε από τη βάσανο των Μνημονίων.
Η κανονική εποπτεία θα διαρκέσει έως ότου εξοφληθεί τουλάχιστον το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει λάβει η Ελλάδα και οι βασικές διαφορές σε σχέση με την ενισχυμένη εποπτεία είναι δύο: δεν υπάρχουν τριμηνιαίες αξιολογήσεις και ορόσημα για την ελληνική οικονομία αλλά εξαμηνιαία «επιτήρηση» και παρατηρήσεις και επίσης δεν υπάρχουν πια οι εξαμηνιαίες εκταμιεύσεις των περίπου 650 εκατ, ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων.
Για την ολοκλήρωση του πλάνου των εξαμηνιαίων «δόσεων» των 650 εκατ. ευρώ (συν την ακύρωση της προσαύξησης επιτοκίου των δανείων του δευτέρου Μνημονίου) μένει ακόμα μια δόση. Πρόκειται για τη δόση του 2019, η οποία θα συνόδευε την αξιολόγηση του δευτέρου τριμήνου η οποία με τη σειρά της είχε αναβληθεί λόγω εκλογών. Τώρα, τα κεφάλαια αυτά θα αποδοθούν στην Αθήνα τον Νοέμβριο εφόσον ολοκληρωθούν νωρίτερα 22 εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις της περιόδου ενισχυμένης εποπτείας οι οποίες καθυστέρησαν στη σκιά της πανδημίας.
Συμβολισμοί και ουσία
Η απεξάρτηση από την περίοδο της ενισχυμένης εποπτείας έχει συμβολική, συναισθηματική και πολιτική αξία. Κλείνει ένα «πονεμένο» κεφάλαιο για την ελληνική οικονομία και την κοινωνία, με την ελπίδα όλοι οι εμπλεκόμενοι να έχουν πάρει το μάθημά τους, αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους χρεοκόπησε η Ελλάδα και έγινε το μαύρο πρόβατο της ευρωζώνης.
Πρακτικά όμως, δεν αλλάζει και πολλά όσο η Ελλάδα δεν έχει επενδυτική βαθμίδα. Η Ελλάδα ήταν και παραμένει στο ραντάρ των αγορών με αυξημένο ενδιαφέρον και όπως είχε προειδοποιήσει ο Μπενουά Κερέ της ΕΚΤ κατά την έξοδο από το Μνημόνιο, ο διάλογος με τις αγορές μπορεί να είναι πιο δύσκολος από το διάλογο με τους θεσμούς.
Ο «διάλογος» με τις αγορές μέχρι τώρα έχει επηρεαστεί εξωγενώς από δύο παράγοντες: την πρωτοφανή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στα χρόνια της πανδημίας η οποία έδωσε την ευκαιρία και στην Ελλάδα να γνωρίσει ασύλληπτα χαμηλές αποδόσεις στο κόστος δανεισμού και την αντίθετη κίνηση της νομισματικής πολιτικής με την προοπτική απότομης σύσφιξης να στέλνει τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων κοντά στα επίπεδα που είχαν βρεθεί κατά την έξοδο από τα Μνημόνια.
Τις τελευταίες εβδομάδες στην αγορά ομολόγων επικρατεί σχετική νηνεμία μετά τη νέα παρέμβαση της ΕΚΤ και την «απειλή» χρήσης του νέου εργαλείου κατά του κατακερματισμού στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Η νηνεμία αυτή για να διατηρηθεί θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει να στέλνει σήματα συνέχισης των μεταρρυθμίσεων και διασφάλισης της δημοσιονομικής ισορροπίας. Και όσο οι εκλογές πλησιάζουν τόσο και οι δύο παράμετροι θα απαιτούν αυξημένη… προσπάθεια.
Από την άλλη πλευρά, δεν αποκλείονται ανατροπές στο κυνήγι της επενδυτικής βαθμίδας η οποία όσο αργεί ο καθαρός πολιτικός ορίζοντας με τη συγκρότηση νέας σταθερής κυβέρνησης μετά τις εκλογές, τόσο φαίνεται να ξεμακραίνει. Πληροφορίες αναφέρουν πως επανέρχεται στο τραπέζι η συζήτηση για τη διεύρυνση της λίστας των αναγνωρισμένων από την ΕΚΤ επενδυτικών οίκων με την προσθήκη της γερμανικής Scope. Η τελευταία, βαθμολογεί την Ελλάδα μόλις ένα σκαλοπάτι μακριά από την επενδυτική βαθμίδα.
Και αυτή όμως για να δώσει αναβάθμιση πριν τις εκλογές, θα πρέπει να διαπιστώσει κάτι πολύ ουσιαστικό…