Σε υψηλό δωδεκαετίας κινούνται οι τιμές των ιχθυοτροφών που αντιπροσωπεύουν το 57-59% του κόστους παραγωγής του κλάδου της ιχθυοκαλλιέργειας. Από τα 1.010 ευρώ ο τόνος που ήταν το 2011 και τα 1.040-1.070 ευρώ που κινούνταν μέχρι και το 2020 -μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε το 2013 που οι τιμές είχαν “σκαρφαλώσει” στα 1.145 ευρώ- πλέον οι τιμές σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Πέρυσι η τιμή ανά τόνο ιχθυοτροφών άγγιξε τα 1.150 ευρώ ενώ εφέτος έχει πιάσει ήδη τα 1.250 ευρώ τον τόνο, χωρίς να φαίνονται σημάδια αποκλιμάκωσης.
Η σημαντική άνοδος των τιμών αποδίδεται στη διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας -οι βασικές πρώτες ύλες (ιχθυέλαιο και ιχθυάλευρο) εισάγονται από το Περού, τη Δανία και την Αφρική- που έχει δημιουργήσει η αυξημένη ζήτηση φυτικών πρώτων υλών και η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Πέρυσι οι πωλήσεις τροφών παρουσίασαν αύξηση σε σχέση με το 2020 και ανήλθαν στους 290.000 τόνους ενώ εφέτος εκτιμάται ότι θα κυμανθούν στους 300.000 τόνους. Στην Ελλάδα υπάρχουν 8 παρασκευαστές ιχθυοτροφών, τρεις εταιρείες ιχθυοκαλλιεργειών που κατέχουν ή συμμετέχουν σε εταιρείες παρασκευής ιχθυτροφών ενώ υπάρχει και μια εταιρεία που δραστηριοποιείται κυρίως στην παραγωγή ζωοτροφών και έχει στην ιδιοκτησία της και μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας.
Σε ότι αφορά την παραγωγή τσιπούρας και λαβρακίου, σύμφωνα με την 8η Ετήσια Έκθεση Υδατοκαλλιέργειας που εξέδωσε η Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), αυτή αναμένεται να αγγίξει εφέτος τους 127.000 τόνους από 125.500 τόνους που ήταν το 2021.
Ωστόσο η αύξηση του κόστους παραγωγής σε συνδυασμό με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος εκτιμάται ότι θα επηρεάσει αρνητικά τις πωλήσεις του κλάδου και θα πιέσει την τελική γραμμή των ισολογισμών των εταιρειών του κλάδου.