Τις δυνατότητες μιας σημαντικής ανάκαμψης της εγχώριας κλωστοϋφαντουργικής παραγωγής μέσα στα επόμενα χρόνια διατυπώνουν παράγοντες του κλάδου, υπό την προϋπόθεση ότι η Πολιτεία θα άρει μια σειρά υπάρχοντων αντικινήτρων και θα δοθούν λύσεις στα χρηματοδοτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλές επιχειρήσεις της συγκεκριμένης δραστηριότητας.
«Αυτό που με χαρά διαπιστώνουμε είναι ότι πέρυσι η ζήτηση από την Ευρώπη για ελληνικά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα αυξήθηκε σημαντικά, ενώ η φετινή υποχώρηση των τελευταίων μηνών (εκτίναξη τιμών, πληθωριστικές επιπτώσεις στα πορτοφόλια των καταναλωτών) είναι σαφώς μικρότερη σε σύγκριση με αυτή προς τις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις της Τουρκίας και της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Αναμφίβολα, το αυξημένο μεταφορικό κόστος, οι δυσλειτουργίες στην εφοδιαστική αλυσίδα και το χαλαρό ευρώ παίζουν κάποιο ρόλο στην εξέλιξη αυτή, ωστόσο θεωρώ πως υπάρχει και μια ευρύτερη διάθεση για περιορισμό της εξάρτησης των πελατών μας από μη ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Αυτή την τάση μπορούμε να την εκμεταλλευθούμε στην Ελλάδα, αν αναληφθούν οι κατάλληλες πρωτοβουλίες σε κεντρικό επίπεδο. Δεν μιλάμε για κίνητρα, αλλά ουσιαστικά για άρση υπάρχοντων αντικινήτρων», δηλώνει στο Euro2day.gr γνωστός παράγοντας του κλάδου.
Χρόνια τώρα, τα στελέχη των κλωστοϋφαντουργικών εταιρειών -αλλά και άλλοι παράγοντες της εγχώριας παραγωγής όπως π.χ. ο Μ. Στασινόπουλος του ομίλου Viohalco- επισημαίνουν πως χάνονται ετησίως αρκετά δισ. ευρώ ελληνικού ΑΕΠ, επειδή εξάγουμε το μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου βάμβακος, εισάγοντας στη συνέχεια το τελικό προϊόν (ενδύματα), με αποτέλεσμα να μεταφέρεται σε άλλες χώρες το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής προστιθέμενης αξίας.
Χαρακτηριστικά επίσης είναι τα όσα ανέφερε προχθές ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Κλωστοϋφαντουργιών Ελευθέριος Κούρταλης, σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως για να ανακάμψει ουσιαστικά ο κλάδος χρειάζεται μια ευρύτερη πολιτική επαναβιομηχάνισης της χώρας, αλλά και μια σειρά κινήσεων που θα αφορούν ειδικότερα τη συγκεκριμένη δραστηριότητα με παρεμβάσεις στο ενεργειακό κόστος, στη δυνατότητα ένταξής του στα κοινοτικά κονδύλια, αλλά και στην παροχή επαρκούς ρευστότητας.
Ειδικότερα, ο κ. Κούρταλης αναφέρθηκε στην ανάγκη αντιμετώπισης της υπερχρέωσης του κλάδου, σημειώνοντας ότι θα πρέπει:
α) Να διαγραφεί μέρος των οφειλών, προκειμένου οι βιώσιμες κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν εκ νέου από τον τραπεζικό τομέα.
β) Να ρυθμιστούν οφειλές των μονάδων του κλάδου σε εκατό μηνιαίες άτοκες δόσεις.
Η ουσία είναι ότι πολλές εταιρείες του κλάδου -μεταξύ των οποίων και ορισμένες που διαθέτουν σύγχρονο εξοπλισμό- έχουν φορτωθεί με πολύ υψηλά δάνεια κυρίως μέσα από τη διαδικασία ανατοκισμού πολύ παλαιών χρηματοδοτήσεων, με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν είτε λόγω έλλειψης ρευστότητας, είτε λόγω απροθυμίας υποψήφιων επενδυτών να αναλάβουν τόσα πολλά δάνεια.
Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει όλοι να συμβάλουν προκειμένου να λυθεί ο Γόρδιος Δεσμός, επισημαίνεται από κύκλους της αγοράς. Και αυτό γιατί έχει αποδειχτεί πολλές φορές κατά το παρελθόν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζονται γρήγορες κινήσεις από την πλευρά των πιστωτών, καθώς αφενός οι καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση των προβλημάτων επιδεινώνουν την όλη κατάσταση και αφετέρου η αποτίμηση μιας μονάδας που έχει σταματήσει να βρίσκεται σε λειτουργία, μειώνεται δραστικά.