Ο τουρισμός τονώνει την κίνηση στα καταστήματα εστίασης της πρωτεύουσας, κυρίως όσα είναι γύρω από την Ακρόπολη και σ' ένα βαθμό ταβέρνες, εστιατόρια, καφέ και μπαρ της παραλιακής. Ευρύτερα στα καταστήματα του κέντρου σημειώνεται αύξηση πωλήσεων της τάξης του 10-20%, περιορισμένη μεν, αλλά ενθαρρυντική για έναρξη της σεζόν, λένε πηγές της αγοράς.
Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις σε διαμερίσματα της Αττικής χωρίς τουριστική προβολή, όπως π.χ. Βόρεια και Ανατολική Αττική, Νέα Μάκρη, Μαραθώνας και Πόρτο Ράφτη, περιμένουν τους επόμενους μήνες.
Η περίοδος από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο είναι η πιο κρίσιμη για τις εισπράξεις στον κλάδο. Οι επιχειρηματίες προσβλέπουν στον εισερχόμενο αλλά και στον εγχώριο τουρισμό για να τονώσουν τα έσοδά τους, καθώς παρά την άρση των περιορισμών, οι περισσότεροι δεν έχουν επανακτήσει το πελατολόγιό τους, με ενδεικτικό το γεγονός ότι ειδικά η ηλικιακή ομάδα 50-60 -παραδοσιακοί πελάτες για εστιατόρια και ταβέρνες- έχει περικόψει τις εξόδους. Ως αιτία προβάλλεται ο φόβος μόλυνσης από τον ιό και η μείωση δαπανών για ψυχαγωγία, προκειμένου να καλύπτονται οι αυξημένες υποχρεώσεις σε λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, σούπερ μάρκετ και βασικές ανάγκες.
Από την άλλη μεριά, τα καταστήματα εστίασης με «συνωστισμό» είναι αυτά που προσελκύουν νεολαία, όπως σημειώνουν επαγγελματίες.
Πάντως παρά τα θετικά μηνύματα στο ξεκίνημα του καλοκαιριού, ακόμη και στις περιοχές υψηλής ζήτησης, τα προβλήματα της εστίασης δεν τελείωσαν, όπως επισημαίνει στο Euro2day.gr ο Γιάννης Δαβερώνης, πρόεδρος της Ένωσης Εστιατορίων και Συναφών Αττικής.
Τονίζει ότι η ζήτηση στην αγορά εστίασης δεν καλύπτει προς το παρόν τις ανάγκες ρευστότητας ούτε των μεγάλων επιχειρήσεων, που επωμίζονται υψηλότερο μισθολογικό κόστος και μεγαλύτερα λειτουργικά έξοδα, ούτε των μικρότερων που πρέπει να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της οικογενειακής επιχείρησης και ταυτόχρονα να καλύψουν ατομικές υποχρεώσεις.
«Τα πράγματα έρχονται διαφορετικά απ' ό,τι περιμέναμε», τονίζει ο κ. Δαβερώνης, αναφερόμενος στα υψηλά κόστη ενέργειας και πρώτων υλών, σε συνέχεια του νέου σοκ που έφερε η ενεργειακή κρίση και η διαταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα, την ώρα που ο κλάδος ετοιμαζόταν για επιστροφή στην κανονικότητα.
Όπως εξηγεί, «δεν περίμενε κανείς ότι από 1.000 ευρώ ρεύμα θα κληθεί να πληρώσει 4.000, ούτε ότι θα καλείται να πληρώνει τη βενζίνη 2,40 και 2,50 ευρώ το λίτρο. Διότι αυτά είναι τα μεγέθη». «Σε αυτές τις συνθήκες, οι μικρές επιχειρήσεις "δεν βγαίνουν"», τονίζει μιλώντας για την επιστροφή μέρους της επιστρεπτέας προκαταβολής, που γίνεται «βαρύ φορτίο».
Μάλιστα μια αύξηση των πωλήσεων της τάξης του 10-20% λόγω της τουριστικής κίνησης, για τα καταστήματα της Αθήνας, δεν είναι ικανή να καλύψει απώλειες 70-90% που έγραφαν οι επιχειρήσεις μέχρι πριν λίγους μήνες, όπως αναφέρει σχετικά η Μαρία Μποτονάκη, εκπροσωπώντας κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Αθήνας, μέλη του Κύκλου Επαγγελματιών Εστίασης. Έτσι, η αισιοδοξία για την έκβαση της τουριστικής σεζόν συνοδεύεται με άγχος για το αν τα έσοδα θα είναι επαρκή για να καλυφθούν υποχρεώσεις.
Οι (μη) επιστρεπτέες και οι φόροι
Στο πλαίσιο αυτό έχει κατατεθεί αίτημα στην κυβέρνηση, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν λάβει επιστρεπτέες προκαταβολές μέχρι 20.000 ευρώ να μην τις επιστρέψουν και ταυτόχρονα να διαμορφωθεί ένα ακόμα πιο ευέλικτο μοντέλο για τις μεγαλύτερες.
Σημαντική στήριξη στην εστίαση θα προσέφερε και η μείωση φορολογίας και εισφορών, όπως σημειώνουν στελέχη της αγοράς. Εξάλλου, πάγιο αίτημα του κλάδου είναι η μείωση του ΦΠΑ σε μονοψήφιο ποσοστό (από το 13% σήμερα). Εκτιμάται ότι μια τέτοια κίνηση, ακόμη και για περιορισμένο διάστημα, π.χ. ένα εξάμηνο, σε συνδυασμό με κατάργηση της προκαταβολής φόρου, θα βοηθούσε τις επιχειρήσεις εστίασης να κρατηθούν, όπως τονίζει ο κ. Δαβερώνης. Σημειώνει δε την ανάγκη να γίνουν παρεμβάσεις για μια χρονιά, μέχρι να αποκλιμακωθεί η κρίση και να σταθεροποιηθεί η αγορά.
«Είμαστε πολύ ζορισμένοι. Η πανδημία μάς άφησε υπερχρεωμένους», τονίζει η κ. Μποτονάκη, επισημαίνοντας την ανάγκη απαλλαγής των πολύ μικρών επιχειρήσεων από την επιστροφή των επιστρεπτέων προκαταβολών. Όπως εξηγεί, υπάρχουν επιχειρήσεις που έλαβαν ποσά της τάξης των 10-15 χιλ. ευρώ αλλά έχουν συσσωρεύσει χρέη 30 χιλ. ευρώ.
Επίσης, όπως τονίζει, πολλοί επαγγελματίες έχουν χάσει ρυθμίσεις και έχουν μείνει ανασφάλιστοι, οπότε χρειάζονται «γενναία κουρέματα και νέα ρύθμιση 100 δόσεων, με ευελιξία επανένταξης στο μέτρο για κάποιον που έχασε κάποια δόση...».