Σε περιουσιακά στοιχεία του εξωτερικού έναντι ασήμαντων αποδόσεων εξακολουθούν να λιμνάζει και φέτος το μεγαλύτερο τμήμα του χαρτοφυλακίου των εγχώριων ασφαλιστικών εταιρειών, παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει ανακτήσει κατά τα τελευταία χρόνια την εμπιστοσύνη και των αγορών και κόντρα στις υπάρχουσες βάσιμες προσδοκίες ότι θα λάβει επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2023.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (βλέπε δύο παρατιθέμενους πίνακες) στις 31 Μαρτίου το 64% του επενδυτικού-χρηματοοικονομικού χαρτοφυλακίου των εγχώριων ασφαλιστικών εταιρειών ήταν τοποθετημένο σε τίτλους του εξωτερικού και μάλιστα το ποσοστό αυτό είναι ανώτερο σε σύγκριση με τα αντίστοιχα πχ της 31ης/12/2021 (61,6%), της 30ης/9/2020 (58,9%) και της 30ης/6/2020 (56,9%).
Οι ασφαλιστικές εταιρείες αποτελούν το μεγαλύτερο θεσμικό επενδυτή της χώρας και διαθέτουν ένα μέσο χαρτοφυλάκιο που χαρακτηρίζεται -από τη φύση του, ιδίως στο αυστηρό εποπτικό περιβάλλον του Solvency II- για την αμυντική του εστίαση, επικεντρωμένο κυρίως άμεσα και έμμεσα (μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων) σε «χρεωστικούς τίτλους», (δηλαδή από εταιρικά και κρατικά ομόλογα, έντοκα γραμμάτια, repos, κ.λπ.) και τραπεζικές καταθέσεις.
Στις 31/3/2022 σε καταθέσεις ήταν τοποθετημένο το 9,4%, σε χρεωστικούς τίτλους το 55,9%, σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων το 20,7%, σε μετοχές μόλις το 3,5% και σε λοιπά προϊόντα το 10,6%.
Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει κατά καιρούς για το αν υπάρχουν τρόποι προκειμένου ένα μεγαλύτερο τμήμα του επενδυτικού χαρτοφυλακίου των ασφαλιστικών εταιρειών να τοποθετείται σε ελληνικά περιουσιακά στοιχεία (πχ σε αναπτυξιακά ομόλογα), συνεισφέροντας έτσι στη χρηματοδότηση και στην παραγωγική διαδικασία της χώρας.
Πάντως, παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν θετικά την τοποθέτηση των ασφαλιστικών εταιρειών σε περισσότερα εγχώρια περιουσιακά στοιχεία είναι η αύξηση των ομολογιακών εκδόσεων και κυρίως η λήψη επενδυτικής βαθμίδας καθώς μια τέτοια κίνηση θα αποτρέψει το εποπτικό μειονέκτημα που υπάρχει σήμερα.