Συνταγές μαγειρικής με βασικό συστατικό τη φέτα, που έχουν γίνει viral στα social media, έχουν οδηγήσει σε ανάπτυξη της κατηγορίας, προς όφελος των Ελλήνων παραγωγών αλλά και των μιμητών του εθνικού προϊόντος.
Στον Καναδά, οι Έλληνες παραγωγοί φέτα είδαν ότι οι εξαγωγές τους αυξήθηκαν πέρυσι κατά 33,6%, αγγίζοντας τα 5,8 εκατ. ευρώ και τους 1.285 τόνους, ενώ από το 2017 μέχρι και πέρυσι οι εξαγωγές αναπτύχθηκαν κατά 121%.
Ανοδική τάση που συνεχίζεται και εφέτος. Το πρώτο δίμηνο του έτους, σύμφωνα με το Γραφείο ΟΕΥ του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Τορόντο, σημειώθηκε αύξηση 18% των εξαγωγών φέτας προς τον Καναδά. Κάτι που αποδίδεται και στην υπογραφή της Συμφωνίας CETA μεταξύ ΕΕ - Καναδά, βάσει της οποίας εξαγωγές εντός της προβλεπόμενης ποσόστωσης έχουν μηδενικό εισαγωγικό δασμό.
Αν και με βάση αυτό το στιγμιότυπο, τα νέα, δηλαδή η αύξηση της αξίας των εξαγωγών φέτας προς τον Καναδά, είναι θετικά για τους Έλληνες παραγωγούς, από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει ότι η φέτα αποτελεί ένα πολύ μικρό μέρος της κατανάλωσης τυριού γενικά και… φέτας ειδικότερα. Πέρυσι ο Καναδάς εισήγαγε 47 εκατ. κιλά τυρί κυρίως από τη Γαλλία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ, και εξήγαγε 7 εκατ. κιλά.
Στην υποκατηγορία στην οποία περιλαμβάνεται η φέτα και τα τυριά τύπου φέτα, η Ελλάδα ελέγχει μερίδιο 68,1%. Στη δεύτερη θέση με 18,3% βρίσκεται η Δανία με το λευκό της τυρί που επιμένει να το χαρακτηρίζει φέτα παραβαίνοντας την ενωσιακή νομοθεσία, όπως και η Βουλγαρία που βρίσκεται στην τρίτη θέση με μερίδιο 8,2%, που επίσης πουλά λευκό τυρί το οποίο ονομάζει φέτα, οι ΗΠΑ που ελέγχουν μερίδιο 3,4% και το Ισραήλ 1,3%. Συνολικά 18 χώρες εξάγουν στον Καναδά προϊόντα που χαρακτηρίζονται ως φέτα, από 6 που ήταν το 2017.
Ο Κουτσολιούτσος και οι outsiders
Και αν για τη φέτα, το ποτήρι των εξαγωγών προς τον Καναδά είναι μισογεμάτο, το ποτήρι του ελληνικού κρασιού προς την Ιταλία περιορίζεται σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από το Γραφείο ΟΕΥ της Ελληνικής Πρεσβείας στη Ρώμη, το μερίδιο του ελληνικού κρασιού στη γείτονα έχει μειωθεί στο 0,10% των ποσοτήτων που εισήχθησαν στην Ιταλία.
Για να αντιληφθούμε πόσο απειροελάχιστες είναι οι εξαγωγές ελληνικού κρασιού στην Ιταλία, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το 2020 η Ελλάδα εξήγαγε κρασί αξίας 294.000 ευρώ, όταν μόνο η οικογένεια Κουτσολιούτσου, τις εποχές που μεσουρανούσε, κατανάλωνε κρασιά αξίας 60.000 δολαρίων ετησίως.
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι, ποιες χώρες βρίσκονται πάνω από τη θέση που έχει η Ελλάδα. Και δεν αναφερόμαστε στη Γαλλία και την Ισπανία, που ελέγχουν μερίδιο 65,87% και 21,35% αντίστοιχα, αλλά σε χώρες-outsiders όπως είναι η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Σλοβενία, η Ελβετία και το Ηνωμένο Βασίλειο, που ελέγχουν μερίδια 0,36%, 0,61%, 0,55% 0,26% και 0,19% αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά τη θέση του ελληνικού κρασιού, αυτό κατευθύνεται κυρίως στον κλάδο της εστίασης, κάποιες ετικέτες έχουν παρουσία μέσω eshop ενώ στο ράφι, σύμφωνα με τον ΟΕΥ της Ελληνικής Πρεσβείας στη Ρώμη, μπορεί να το βρει κανείς στα Lidl.
Στη Γερμανία, η κύρια προμηθεύτρια χώρα παραμένει η Ιταλία, με μερίδιο 38,4% επί του συνόλου των εισαγωγών. Ακολουθεί η Γαλλία με μερίδιο 27,1% και η Ισπανία με 13,4%. Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, βρίσκεται στη 12η θέση, με μερίδιο 0,6% επί των εισαγωγών της Γερμανίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι εξαγωγές οίνου της χώρας μας προς τη Γερμανία τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί σημαντικά τόσο σε αξία όσο και σε όγκο. Πέρυσι στα 21,536 εκατ. ευρώ, από 23,923 εκατ. ευρώ που ήταν το 2020, 27,467 εκατ. ευρώ το 2019 και 29,55 εκατ. ευρώ το 2011.
Αναφορικά με τις επιμέρους κατηγορίες, οι εξαγωγές αφρώδους οίνου υποχώρησαν πέρυσι στις 64.000 ευρώ από 62.000 ευρώ που ήταν το 2020, 34.000 ευρώ το 2019 και 1,071 εκατ. ευρώ το 2011. Ενώ οι εξαγωγές της δασμολογικής κλάσης 220421, δηλαδή άλλα κρασιά σε συσκευασίες μικρότερες ή ίσες των 2 L (εκτός αφρώδους οίνου) η αξία των ελληνικών εξαγωγών μειώθηκε πέρυσι στα 24,492 εκατ. ευρώ, από 26,271 εκατ. ευρώ το 2020, 29,385 εκατ. ευρώ που ήταν το 2019 και 26,695 εκατ. ευρώ το 2011.
Οι επιδόσεις αυτές, αν και είναι σαφώς καλύτερες από εκείνες των ελληνικών εξαγωγών οίνου στην Ιταλία, παραμένουν χαμηλές σε μια χώρα που είναι από τις μεγαλύτερες αγορές οίνου στον κόσμο και η μέση κατανάλωση υπερβαίνει τα 20,7 λίτρα.
Η εξαγωγική αδυναμία των ελληνικών επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας είναι διαχρονική. Αν και τις τελευταίες τρεις δεκαετίες καταγράφηκε άνοδος των ελληνικών εξαγωγών, με τις εξαγωγές αγαθών (εκτός πετρελαίου) να καλύπτουν το 10% της παραγωγής το 2021, από 5% το 1991, αυτή η εξωστρέφεια παραμένει χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ (20% της παραγωγής). Αυτό αντανακλά, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν πρόσφατα σε εκδήλωση της Eθνικής Τράπεζας, και το επενδυτικό κενό ύψους 130 δισ. ευρώ την τελευταία δεκαετία (Επενδύσεις/ΑΕΠ Ελλάδας 10%, έναντι 16% του Μ.Ο. της ΕΕ).