Το 2023, και μετά από 12 χρόνια που ήταν στον… πάγο, αναμένεται να αυξηθούν οι συντάξεις. Όχι όμως όλες. Αμέσως μετά τον κατώτατο μισθό, η αύξηση του οποίου θα οριστικοποιηθεί τις αμέσως επόμενες ημέρες, όταν και ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης θα λάβει στα χέρια του την τελική πρόταση του ΚΕΠΕ και της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, σειρά παίρνουν οι συντάξεις. Κι αν στον κατώτατο μισθό, η αύξηση κινείται πέριξ του 6%, στις συντάξεις, οι αυξήσεις εκτιμάται ότι θα κινηθούν πέριξ του 4,5%.
Σύμφωνα με τον νόμο 4670/2020 (νόμος Βρούτση), από 1ης Ιανουαρίου 2023 θα δοθούν αυξήσεις στις συντάξεις ίσες με το 50% της μεταβολής του ΑΕΠ και της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Αυτό σημαίνει ότι αν το ΑΕΠ αυξηθεί το 2022 κατά 3,8%, όπως προέβλεψε στην έκθεσή του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και ο πληθωρισμός κλειδώσει στο 5,2%, τότε η αύξηση στις συντάξεις θα είναι τουλάχιστον 4,5%.
Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος ορίζει ότι η συνολική αύξηση που θα προκύψει δεν θα πρέπει να είναι υψηλότερη του πληθωρισμού. Να σημειωθεί ότι εντός του 2023 αναμένεται να ισχύσει και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, με αποτέλεσμα οι συνταξιούχοι με εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ να δουν στις συντάξεις τους μια ακόμη αύξηση, αφού δεν θα υπάρχουν οι μηνιαίες κρατήσεις.
Οι χαμένοι της επικείμενης αύξησης
Εφόσον η κυβέρνηση δεν προχωρήσει σε κάποια διορθωτική κίνηση, προκειμένου να στηρίξει τους συνταξιούχους εκείνους που λαμβάνουν χαμηλές συντάξεις και πλήττονται περισσότερο από τις πρωτόγνωρες ανατιμήσεις σε καύσιμα και τρόφιμα, μια μεγάλη κατηγορία αυτών, που έχουν προσωπική διαφορά, δεν θα δουν καμία πραγματική αύξηση στην τσέπη τους.
Πρόκειται για όσους, μετά τον επανυπολογισμό των συντάξεών τους, όπως ορίζει τόσο ο νόμος Κατρούγκαλου όσο και στη συνέχεια ο νόμος Βρούτση, το ποσό σύνταξης που τους αναλογούσε ήταν χαμηλότερο από αυτό που έπαιρναν. Αυτοί, και μετά τον επανυπολογισμό, συνέχισαν να λαμβάνουν το ίδιο ποσό σύνταξης, δημιουργήθηκε όμως μεταξύ του ποσού επανυπολογισμού και του καταβαλλόμενου μία διαφορά, η λεγόμενη προσωπική διαφορά.
Αυτή η διαφορά, βάσει της νομοθεσίας, θα μειώνεται εξίσου με τις αυξήσεις, μέχρις ότου μηδενιστεί, ώστε στη συνέχεια οι συνταξιούχοι να λαμβάνουν και στην τσέπη τους τα όποια επιπλέον χρήματα τους αναλογούν. Στην πράξη, τα χρήματα που αντιστοιχούν στο ύψος της προσωπικής διαφοράς, οι συνταξιούχοι τα «οφείλουν» στο σύστημα και μέχρι να τα ξεπληρώσουν, οι συντάξεις τους θα παραμένουν παγωμένες.
Όπως μάλιστα επισημαίνει ο δικηγόρος που ειδικεύεται στα θέματα κοινωνικής ασφάλισης Δημήτρης Μπούρλος, στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται μεγάλος αριθμός συνταξιούχων, στην πλειονότητά τους με συντάξεις που υπολείπονται των 700 ευρώ και οι οποίοι δεν θα δουν καμία αύξηση από 1-1-2023 και ενδεχομένως και για τα επόμενα, άγνωστο πόσα, χρόνια.
Σύμφωνα με τον κ. Μπούρλο, το θέμα πρέπει να επανεξετασθεί, ιδιαίτερα τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε, με δεδομένες βέβαια και τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας.
Να σημειωθεί εδώ ότι ο νόμος δεν ορίζει πως οι αυξήσεις θα είναι οριζόντιες, θα δοθούν δηλαδή στο ίδιο ποσοστό, π.χ. 4,5%, σε όλες τις συντάξεις. Μπορεί να είναι κλιμακωτές, ώστε οι χαμηλοσυνταξιούχοι που τις δικαιούνται να λάβουν υψηλότερο μερίδιο και αυτοί με τις υψηλότερες συντάξεις να λάβουν χαμηλότερο.