«Η επικαιροποίηση της ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δείχνει ότι οι κίνδυνοι παρέμειναν αμετάβλητοι σε σύγκριση με την προηγούμενη έκθεση (σ.σ. 12η έκθεση), αλλά η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή. Τα εναλλακτικά σενάρια δείχνουν ότι οι δυνητικές αυξήσεις των επιτοκίων μεσοπρόθεσμα και η ασθενέστερη οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη βιωσιμότητα του χρέους», αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αναλυτική της έκθεση για την Ελλάδα.
Βραχυπρόθεσμα, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους παραμένουν συγκρατημένοι, εκτιμά η Κομισιόν, ενώ οι κίνδυνοι είναι πιο σημαντικοί μακροπρόθεσμα, στα εναλλακτικά σενάρια που εξετάζει η επιτροπή.
Η Κομισιόν εξετάζει, ως είθισται, τρία σενάρια για το χρέος. Στο βασικό σενάριο, το χρέος μειώνεται από 203% του ΑΕΠ το 2021 σε περίπου 55% του ΑΕΠ το 2060, ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα.
Στο σενάριο με τα υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου, το χρέος μειώνεται στο 90% του ΑΕΠ έως το 2060 και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες κυμαίνονται γύρω στο 18% του ΑΕΠ από τη δεκαετία του 2030.
Στο σενάριο χαμηλής ανάπτυξης, το επίπεδο του χρέους δεν σταθεροποιείται και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ξεπερνούν μόνιμα το 20% του ΑΕΠ από το 2050.
Πλήρης επικαιροποίηση, συμπεριλαμβανομένων των μακροοικονομικών, δημοσιονομικών και χρηματοοικονομικών παραδοχών, θα παρουσιαστεί στην επόμενη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, επισημαίνει η επιτροπή.
Η τρέχουσα ανάλυση αποτελεί μόνο μερική επικαιροποίηση της ανάλυσης που δημοσιεύθηκε στην προηγούμενη και περιλαμβάνει τα στοιχεία που αφορούν την πρόσφατη άσκηση διαχείρισης ρευστότητας και την τελευταία έκδοση ομολόγων, ενώ οι μακροοικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές μεταβλητές εξακολουθούν να βασίζονται στις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2021.
Καταλήγοντας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα έναντι των εταίρων του Eurogroup τον Ιούνιο του 2018, οι οποίες αποτελούν τη βάση για την αποδέσμευση πρόσθετων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, καθορίστηκαν μέχρι τα μέσα του 2022 και συνεπώς η Ελλάδα έχει εισέλθει στο τελευταίο έτος αυτής της ρύθμισης.
Οι αρχές εξέφρασαν πρόθεση να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην εκπλήρωση των εκκρεμών δεσμεύσεων έως τα μέσα του 2022. Οι αποφάσεις σχετικά με την αποδέσμευση των υπόλοιπων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, καθώς και τον τερματισμό της ενισχυμένης εποπτείας θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η πρόοδος προς την ολοκλήρωση των δεσμεύσεων, καθώς και το ευρύτερο περιβάλλον οικονομικής πολιτικής.