Γιατί μένουν εκτός δανεισμού οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Μειούμενη η παροχή τραπεζικής ρευστότητας στις επιχειρήσεις το ’21 έναντι του ’20. Β. Ράπανος για μικρομεσαίες: Βαρύνονται με πολλά NPEs, δεν διαθέτουν φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα, έχουν αρνητικά κεφάλαια και πολλά δάνεια.

Δημοσιεύθηκε: 20 Οκτωβρίου 2021 - 15:01

Τελ. Ενημ.: 20 Οκτωβρίου 2021 - 16:54

Load more

Τη θέση και τους λόγους για τους οποίους η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από τις τράπεζες είναι μεν ενισχυμένη αλλά όχι επαρκώς για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), ανέπτυξαν στη Βουλή ο Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης της Τράπεζας της Ελλάδος και ο Βασίλης Ράπανος (φωτό), πρόεδρος της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών.

Η ενημέρωση και οι τοποθετήσεις από την πλευρά των αρμόδιων φορέων έγινε στην ειδική συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής, με θέμα «Παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία εκ μέρους των τραπεζικών ιδρυμάτων», στην οποία ο Χρήστος Σταϊκούρας ζήτησε να αυξηθούν οι χορηγήσεις προς τους μικρομεσαίους.

Ο κ. Μαλλιαρόπουλος, μέσα από ένα μπαράζ στοιχείων και αριθμών που παρέθεσε, στάθηκε στον επιχειρούμενο επιμερισμό κινδύνου Δημοσίου-Τραπεζών, ώστε να βελτιωθεί η παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις.

Όπως ανέφερε: «Το 2020 η ακαθάριστη ροή χρηματοδότησης προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ανήλθε σε 16,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 10,2 δισ. κατευθύνθηκαν προς μεγάλες επιχειρήσεις και τα 6,2 προς τις μικρομεσαίες. Την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2021, η ακαθάριστη ροή ανήλθε σε 5,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3,3 δισ. προς μεγάλες επιχειρήσεις και 2,3 δισ. προς τις μικρομεσαίες. Αρα, το 2021 παρατηρείται μία μικρή αύξηση στο ποσοστό της ακαθάριστης ροής χρηματοδότησης προς τις ΜμΕ, παρότι σε απόλυτα μεγέθη οι μεγάλες επιχειρήσεις υπερτερούν, μία τάση που παρατηρούμε διαχρονικά και διεθνώς. Αν συνυπολογίσουμε και τα δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις, η ακαθάριστη ροή χρηματοδότησης ανήλθε συνολικά σε 17,4 δισ. ευρώ το 2020 και σε 6 δισ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021».

Όπως πρόσθεσε, από τις τράπεζες χορηγήθηκε απευθείας (σ.σ. χωρίς τη συνδρομή χρηματοδοτικών εργαλείων άλλων φορέων) ποσό 9,9 δισ. ευρώ το 2020 και 3,8 δισ. ευρώ το πρώτο οκτάμηνο του 2021. Ως χρηματοδότηση, είπε, εκλαμβάνονται και τα κεφάλαια που δόθηκαν στο πλαίσιο της επιστρεπτέας προκαταβολής (5,5, δισ. το 2020 και 2,8 δισ. το οκτάμηνο του 2021).

Συνολικά, η ακαθάριστη χρηματοδότηση προς τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες από διάφορες πηγές, τραπεζικές και μη, ανήλθε στα 24,4 δισ. το 2020 και 9,8 δισ. το οκτάμηνο του 2021. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις άντλησαν από τις αγορές ομολόγων, διεθνείς και εγχώριες, τα ποσά 1,3 δισ. το 2020 και 3 δισ. το οκτάμηνο του 2021. Σε αυτά προστίθενται 1,1 δισ. ευρώ από άμεσες ξένες επενδύσεις, χωρίς να έχουμε στοιχεία ακόμα για το 2021.

Από όλα μαζί προκύπτει ότι η συνολική χρηματοδότηση των εταιρειών από τράπεζες ανήλθε σε 26,8 δισ. ευρώ το 2020 (16% του ΑΕΠ) και άνω των 12,8 δισ. το οκτάμηνο του 2021.

Η χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά παραμένει αδύναμη, με τις ακαθάριστες ροές να ανέρχονται στα 1,5 δισ. και 1,1 δισ. (2020 και οκτάμηνο 2021, αντίστοιχα).

Στο ερώτημα γιατί υπήρξε επιβράδυνση της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις το 2021, η απάντηση παραπέμπει (και) στην ενίσχυση που είχαμε το 2020, λόγω πανδημίας.

Η μείωση της καθαρής ροής το 2021 οφείλεται, μεταξύ άλλων:

Πιστωτικός κίνδυνος των ΜμΕ

Ειδικά για τη στενότητα χρηματοδότησης ΜμΕ, αν και αυξήθηκε το μερίδιο το 2021 (σ.σ. το 41% κατευθύνθηκε στις μεγάλες επιχειρήσεις), υπολείπεται της συνεισφοράς τους στην οικονομία σε όρους προστιθέμενης αξίας, καθώς οι ΜμΕ παράγουν το 57% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του ιδιωτικού τομέα, ενώ συνεισφέρουν στην απασχόληση κατά 83%.

Οι τράπεζες παραμένουν επιφυλακτικές καθώς οι ΜμΕ χαρακτηρίζονται από υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι πολλαπλάσια υψηλότερο από ό,τι των μεγάλων επιχειρήσεων. Το κόστος δανεισμού συνεπώς είναι υψηλό και επιχειρηματικά ασύμφορο.

Τα χαρακτηριστικά των ελληνικών ΜμΕ

Στη χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα των ΜμΕ αναφέρθηκε εκτενώς ο κ. Ράπανος, με την επισήμανση ότι αν και οι τράπεζες επιδιώκουν να αυξήσουν την πελατεία τους, δεν μπορούν να παραβιάσουν τους κανόνες που επιβάλλουν οι ρυθμιστικές αρχές. Όπως είπε:

Γνωρίζουμε τα παράπονα από τις απορρίψεις αιτήσεων για δάνεια. Οι βασικοί λόγοι γι' αυτές είναι ότι πάρα πολλές επιχειρήσεις έχουν χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα, η επένδυση για την οποία υποβάλλουν χρηματοδότηση δεν κρίνεται σκόπιμη βάσει της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους και της διαφαινόμενης αδυναμίας πληρωμών.

Πολλές επιχειρήσεις δεν έχουν οικονομικά στοιχεία, βαρύνονται με μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δεν διαθέτουν φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα, έχουν αρνητικά ή ανεπαρκή κεφάλαια, παρουσιάζουν υπερβολική δανειακή επιβάρυνση. Τα περισσότερα από αυτά τα στοιχεία συνδέονται με το ότι το μέγεθος των ελληνικών ΜμΕ είναι πάρα πολύ μικρό, τόνισε ο επικεφαλής Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών.

Ο κύκλος εργασιών ανά απασχολούμενο στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (έως 9 υπάλληλοι) είναι ο μικρότερος στην ΕΕ -είναι 56.000 ευρώ-, όταν στην Ισπανία είναι 90.000, στην Ιταλία 105.000 και στην Κύπρο 112.000 ευρώ. Η παραγωγικότητα της εργασίας στις ΜμΕ είναι σχεδόν η μικρότερη στην ΕΕ, πίσω από χώρες όπως Ρουμανία, Ουγγαρία, Πολωνία.

Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων είναι το υψηλότερο στην ΕΕ.

Αν μπούμε σε επενδυτική βαθμίδα θα μειωθούν τα επιτόκια

Από τις απαντήσεις που έδωσαν οι κύριοι Μαλλιαρόπουλος και Ράπανος στους βουλευτές της αντιπολίτευσης, ξεχωρίζει η επιμονή στις συγκρατημένες κινήσεις των τραπεζών καθώς ο πιστωτικός κίνδυνος δεν έχει εξαλειφθεί.

“Μιλήσατε για τα επιτόκια, αλλά η Ελλάδα δεν είναι Γερμανία, ο πιστωτικός κίνδυνος για τη χώρα είναι ακόμα μεγάλος. Αν μπούμε σε επενδυτική βαθμίδα θα μειωθεί το κόστος δανεισμού και αυτή η μείωση θα φτάσει στις επιχειρήσεις”, είπε ο κ.Ράπανος.

Ο ίδιος τόνισε δύο φορές ότι οι τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις “δεν προέρχονται από λάθη των τραπεζών, αλλά ήταν αποτέλεσμα των οικονομικών εξελίξεων στη χώρα που οδήγησαν σε κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα”.

Σε άλλο σημείο, τόνισε ότι οι τράπεζες έχουν διαγράψει σημαντικά ποσά σε νοικοκυριά για στεγαστικά δάνεια, “έχουμε κάνει επιμηκύνσεις και διαγραφές, χιλιάδες, εκατομμύρια έχουν γίνει”.

Αναφερόμενος δε, στο “ευαίσθητο”, όπως είπε, ζήτημα των αμοιβών των υψηλόβαθμων στελεχών των τραπεζών, είπε ότι αυτό αφορά το 1% (“οι υπόλοιποι αμοίβονται με τις συλλογικές συμβάσεις”), για το οποίο δεν μπορούμε να προσελκύσουμε ανθρώπους διότι στη χώρα μας είναι πολύ υψηλή η φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων.

Από την πλευρά του, ο κ. Μαλλιαρόπουλος παρέπεμψε στις εξαμηνιαίες έρευνες του ευρωσυστήματος, σύμφωνα με τις οποίες για το διάστημα Οκτώβριος 2020 - Μάρτιος 2021 το ποσοστό απόρριψης των δανειοδοτήσεων ΜμΕ είναι 12%.

Απαντώντας στο επιχείρημα της Έφης Αχτσιόγλου ότι υπάρχει υπερβάλλουσα ρευστότητα στις τράπεζες, απάντησε: “Ισχύει, αλλά η εξαίρεση λόγω πανδημίας, δηλαδή να γίνονται αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρα, ισχύει μέχρι τον Ιούνιο του 2022, Άρα δεν ξέρουμε τι θα συμβεί στη συνέχεια”.

Και πρόσθεσε: “η δική μας πρόταση είναι σαφής: το πρόβλημα της χαμηλής δανειοδότησης των ΜμΕ έχει να κάνει με το ασφάλιστρο κινδύνου. Αυτή τη στιγμή τα κόκκινα δάνεια αυτών των επιχειρήσεων είναι 51%”.

Απαντώντας στον Τρύφωνα Αλεξιάδη, ο κ.Μαλλιαρόπουλος είπε ότι από την αρχή της πανδημίας οι τράπεζες έχουν πάρει 47 δισ. ευρώ από το ευρωσύστημα, εκ των οποίων τα τα 37 δισ. είναι κατατεθειμένα στην ΤτΕ, τα 2 δισ. είναι υποχρεωτικά διαθέσιμα και τα υπόλοιπα αποτελούν μαξιλάρι ρευστότητας.

Αχτσιόγλου: Καμία δέσμευση για τις μικρομεσαίες

Νωρίτερα, η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αχτσιόγλου τόνισε ότι ο κ.Σταϊκούρας “τοποθετήθηκε ως παρατηρητής του προβλήματος και δεν είπε τι προτίθεται να κάνει η κυβέρνηση” για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. “Εκτός αν θέλει με αυτόν τον τρόπο να αποσείσει την πολιτική ευθύνη που τον βαραίνει για την κατάσταση τους" όπως παρατήρησε.

Για τις τοποθετήσεις των εκπροσώπων των τραπεζών σημείωσε ότι "διαπιστώνουν το πρόβλημα, αλλά δεν λένε αν προτίθενται να κάνουν κάτι”, τη στιγμή που "οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν μεγάλη πίεση, στα όρια της επιβίωσης, λόγω έλλειψης ρευστότητας”.

Η κ. Αχτσιόγλου ζήτησε, με αφορμή σχετικά δημοσιεύματα, την καθαρή τοποθέτηση του υπουργού Οικονομικών για το αν όντως τίθεται από τη Eurostat θέμα εγγραφής των εγγυήσεων -περίπου 23 δισ. που έχουν δοθεί στις συστημικές τράπεζες για τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων- στο δημόσιο χρέος και πώς απαντάει η κυβέρνηση.

"Αν συμβεί κάτι τέτοιο είναι μία νάρκη, θα έχουμε τρομερά προβλήματα και φοβερούς κλυδωνισμούς για το δημόσιο χρέος και τη χρηματοοικονομική εμπιστοσύνη της χώρας”, σημείωσε.

Σημειώνεται ότι ο κ.Σταϊκούρας δεν απάντησε στο ερώτημα του Γιάνη Βαρουφάκη εάν δεσμεύεται πως τα 12 ή και 23 δισ. ευρώ του «Ηρακλή» δεν θα εγγραφούν στο δημόσιο χρέος.

Η απουσία απάντησης προκάλεσε την αντίδραση του ΜεΡΑ25.

 

Load more

Δείτε επίσης

Load more

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.



Πολιτική Cookies
& Προστασία Προσωπικών Δεδομένων